Выбрать главу

Η άφιξη της Ηλαίην δημιούργησε μια έκρηξη έκπληξης στην αυλή των στάβλων. Όχι, φυσικά, στην Κάρεαν ή στον Κοσάαν. Η Πράσινη αδελφή ίσα που της έριξε μια ματιά, σκεπτική μέσα στο καταφύγιο της κουκούλας του μανδύα της, κι ο Κοσάαν ούτε καν αυτό. Απλά, ένευσε στην Μπιργκίτε και στον Γιάρμαν, ως Πρόμαχος σε Προμάχους. Χωρίς δεύτερη ματιά, προχώρησαν μόλις οι τελευταίες γυναίκες από τη συνοδεία της Ηλαίην έφυγαν από τις σιδηρόφρακτες πύλες. Ωστόσο, μερικοί από τους έφιππους κατά μήκος του τοίχου σταμάτησαν με το ένα πόδι στον αναβολέα, ατενίζοντας μπροστά, με τα κεφάλια στραμμένα προς τις νέες αφίξεις ανάμεσα στους άντρες που στέκονταν για επιθεώρηση. Δεν την περίμεναν να γυρίσει, τουλάχιστον για μία ώρα ακόμα, κι εκτός από ελάχιστους που πρώτα έπρατταν και μετά σκέφτονταν, όλοι στο Παλάτι γνώριζαν πως η κατάσταση ήταν ασταθής. Οι φήμες εξαπλώνονταν ανάμεσα στους στρατιώτες πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι στους υπόλοιπους άντρες, και το Φως μόνο ήξερε πόσα κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν μεταξύ των αντρών. Κι έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Μπιργκίτε είχε φύγει βιαστικά και τώρα επέστρεφε μαζί με την Ηλαίην πριν από την ώρα της. Μήπως κάποιος από τους άλλους Οίκους προήλαυνε εναντίον του Κάεμλυν; Μήπως ήταν έτοιμοι για επίθεση; Άραγε, θα τους διέταζαν να καλύψουν τα κενά στα τείχη, μια και δεν υπήρχαν τόσοι άντρες, ακόμα κι αν η Ντυέλιν διέθετε κάμποσους στην πόλη; Αφού πέρασαν οι λίγες στιγμές έκπληξης κι ανησυχίας, ο σκληροτράχηλος υπολοχαγός γάβγισε μια διαταγή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν μπροστά, ενώ τα χέρια ακούμπησαν τα στήθη σε χαιρετισμό. Μονάχα τρεις, εκτός του πρώην σημαιοφόρου, είχαν καταταγεί τις τελευταίες λίγες μέρες, αλλά όσοι είχαν στρατολογηθεί εδώ, δεν ήταν απροετοίμαστοι.

Ιπποκόμοι με πορφυρά πανωφόρια και με το Άσπρο Λιοντάρι κεντητό στον ένα ώμο ξεχύθηκαν βιαστικά από τον στάβλο, αν κι η αλήθεια ήταν πως δεν είχαν πολλά να κάνουν. Οι γυναίκες της Φρουράς ξεπέζεψαν ήσυχα με διαταγή της Μπιργκίτε κι οδήγησαν τα άλογά τους μέσα από τις ψηλές θύρες. Η ίδια πήδησε από τη σέλα της και πέταξε τα χαλινάρια σε έναν ιπποκόμο, αλλά δεν ήταν πιο γρήγορη από τον Γιάρμαν, ο οποίος έσπευσε να κρατήσει τα γκέμια του αλόγου της Σάριθα ενόσω η γυναίκα ξεπέζευε. Ήταν αυτό που μερικές αδελφές αποκαλούσαν «φρεσκοαρπαγμένος», δεσμευμένος δηλαδή λιγότερο από χρόνο —ο όρος χρονολογούνταν από την εποχή που δεν ήταν απαραίτητο να ρωτήσεις τους Προμάχους αν επιθυμούσαν τον δεσμό ή όχι— στα δε καθήκοντά του ήταν ιδιαίτερα επιμελής. Η Μπιργκίτε εξακολουθούσε να είναι κατηφής, με τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς, παρακολουθώντας προφανώς τους άντρες, που θα έκαναν παρέλαση στην Έσω Πόλη για τις επόμενες τέσσερις ώρες, να ιππεύουν σε σχηματισμό φάλαγγας ανά ζεύγη. Η Ηλαίην, ωστόσο, θα ξαφνιαζόταν, αν μάθαινε πως οι άντρες αυτοί απασχολούσαν κάπως παραπάνω την Μπιργκίτε.

Σε κάθε περίπτωση, είχε τα δικά της προβλήματα. Πασχίζοντας να μην το δείξει, κοιτούσε εξεταστικά τη νευρώδη γυναίκα, που κρατούσε τα γκέμια του Πυρόκαρδου, καθώς και τον κοντόχοντρο τύπο που ακούμπησε κάτω ένα σκαμνί καλυμμένο με δέρμα και κράτησε τον αναβολέα της καθώς αυτή ξεπέζευε. Ο τύπος δεν χαμογελούσε κι έδινε μια εντύπωση αποφασιστικότητας κι απάθειας, ενώ η γυναίκα ήταν απασχολημένη με το να χαϊδεύει τη μουσούδα του αλόγου της και να του ψιθυρίζει. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην Ηλαίην, πέρα από ένα γέρσιμο του κεφαλιού γεμάτο σεβασμό· οι ιπποτισμοί είχαν δευτερεύουσα σημασία, μέχρις ότου βεβαιώνονταν πως η κοπέλα δεν είχε πέσει από τη σέλα εξαιτίας ενός αλόγου πολύ ευαίσθητου στην πολυκοσμία. Άσχετα αν η ίδια δεν είχε ανάγκη τη βοήθεια τους. Δεν βρισκόταν πια στην επαρχία, κι υπήρχαν κάποια τυπικά που έπρεπε να τηρηθούν. Ωστόσο, προσπάθησε να μη συνοφρυωθεί από δυσαρέσκεια. Τους άφησε να απομακρύνουν τον Πυρόκαρδο και δεν κοίταξε καν πίσω, αν κι ήθελε.