Ο διάδρομος της εισόδου πέρα από την κιονοστοιχία δεν είχε παράθυρα και φάνταζε σκοτεινός, παρ’ όλο που κάποιοι από τους κατοπτρικούς, στητούς φανούς ήταν αναμμένοι. Ήταν απλοί φανοί, με το δουλεμένο σίδερο να σχηματίζει κυλίνδρους. Καθετί ήταν χρηστικό, οι επικαλυμμένες με κονίαμα κορνίζες αστόλιστες κι οι λευκοί πέτρινοι τοίχοι γυμνοί κι απαλοί. Η είδηση της άφιξής τους είχαν διαδοθεί και, πριν καλά-καλά μπουν, εμφανίστηκαν μισή ντουζίνα άντρες και γυναίκες, που άρχισαν να υποκλίνονται και να γονυπετούν, παίρνοντας τις μπέρτες και τα γάντια τους. Οι λιβρέες τους διέφεραν από αυτές των υπηρετών των στάβλων, μια κι ετούτοι εδώ είχαν άσπρα κολάρα, μανικέτια και το Λιοντάρι του Άντορ στο αριστερό στήθος αντί στον ώμο. Η Ηλαίην δεν αναγνώρισε κανέναν γνωστό που να είχε υπηρεσία εκείνη την ώρα. Οι πιο πολλοί υπηρέτες του Παλατιού ήταν καινούργιοι, κι υπήρχαν κι άλλοι που, παρότι συνταξιούχοι, είχαν επιστρατευτεί για να αντικαταστήσουν όσους είχαν φύγει τρομαγμένοι, όταν ο Ραντ κατέλαβε την πόλη. Ένας καραφλός τύπος με πλατύ πρόσωπο δεν την κοίταξε καν κατάματα. Ίσως φοβήθηκε ότι θα ήταν πολύ προκλητικό. Μια λυγερόκορμη νεαρή γυναίκα, που αλληθώριζε, υποκλίθηκε ένθερμα και χαμογέλασε πλατιά, μα ίσως ήθελε απλά να δείξει προθυμία. Η Ηλαίην απομακρύνθηκε, συνοδεία της Μπιργκίτε, πριν αρχίσει να τους αγριοκοιτάζει. Η δυσπιστία άφηνε μια δυσάρεστη γεύση.
Η Σάριθα κι ο Πρόμαχός της τους άφησαν έπειτα από λίγα βήματα. Η Καφετιά αδελφή μουρμούρισε μια δικαιολογία σχετικά με κάτι βιβλία που ήθελε να κοιτάξει στη βιβλιοθήκη. Η συλλογή δεν ήταν μικρή, αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις μεγάλες βιβλιοθήκες, κι η γυναίκα περνούσε εκεί κάμποσες ώρες κάθε μέρα, τραβώντας συχνά τόμους φθαρμένους από την πολυκαιρία, ισχυριζόμενη πως ήταν εξαιρετικά σπάνιοι. Ο Γιάρμαν την ακολουθούσε κατά πόδας καθώς η γυναίκα προχωρούσε αγέρωχα στον προθάλαμο μιας διασταύρωσης, σαν σκούρος στιβαρός κύκνος που ακολουθεί έναν παράδοξα χαριτωμένο λέλεκα. Εξακολουθούσε να κουβαλάει τον ενοχλητικό μανδύα, διπλωμένο προσεκτικά στο ένα μπράτσο. Οι Πρόμαχοι σπάνια άφηναν για πολλή ώρα τους μανδύες τους. Το πιθανότερο ήταν πως του Κοσάαν ήταν αφημένος στο δισάκι της σέλας του.
«Θα ήθελες έναν μανδύα Προμάχου, Μπιργκίτε;» ρώτησε η Ηλαίην καθώς προχωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ζήλευε τα ογκώδη παντελόνια της Μπιργκίτε. Ακόμα και με τις σκιστές φούστες, χρειαζόταν προσπάθεια για κάτι περισσότερο από νωχελικό βηματισμό. Τουλάχιστον, φορούσε μπότες ιππασίας αντί για μαλακά γοβάκια, αλλιώς σίγουρα θα ένιωθε την παγωνιά των γυμνών ερυθρόλευκων πλακών του δαπέδου. Δεν υπήρχαν αρκετά χαλιά για να καλύψουν τους διαδρόμους και τα δωμάτια. Αλλά, και να υπήρχαν, θα είχαν φθαρεί σε χρόνο μηδέν από την αδιάκοπη κινητικότητα των υπηρετών που συντηρούσαν το Παλάτι. «Μόλις η Εγκουέν καταλάβει τον Πύργο, θα βάλω να σου φτιάξουν έναν. Είναι κάτι που πρέπει να έχεις».
«Δεν με ενδιαφέρουν οι φανταχτεροί μανδύες», αποκρίθηκε κατσούφικα η Μπιργκίτε. Ένα δυσοίωνο σκυθρώπιασμα έσφιξε τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή. «Έγινε τόσο γρήγορα, που νόμισα πως σκόνταψες και χτύπησες την κεφάλα σου! Αίμα και στάχτες! Να σε ρίξουν κάτω πλανόδιοι παλικαράδες! Το Φως μόνο ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί!»
«Δεν είναι ανάγκη να ζητάς συγγνώμη, Μπιργκίτε». Η οργή κι η αγανάκτηση θέριεψαν μέσα από τον δεσμό, αλλά σκόπευε να αδράξει την ευκαιρία. Οι επιπλήξεις της Μπιργκίτε δεν ήταν τόσο ευχάριστες όταν γίνονταν κατ’ ιδίαν. Δεν είχε σκοπό να το ανεχτεί εδώ, στους διαδρόμους του Παλατιού, με τους υπηρέτες να τριγυρνούν από δω κι από κει, να κάνουν θελήματα, να γυαλίζουν τους σκαλιστούς πίνακες στους τοίχους και να φροντίζουν τους όρθιους επιχρυσωμένους φανούς. Μόλις που έκαναν κάποια παύση για να υποκλιθούν σιωπηλά στην Μπιργκίτε και στην ίδια, μα σίγουρα όλοι αναρωτιόνταν για ποιο λόγο η Στρατηγός έβγαζε καπνούς κι είχαν τα αυτιά τους ανοικτά για να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν. «Δεν βρισκόσουν εκεί, επειδή δεν το ήθελα εγώ. Θα στοιχημάτιζα πως ούτε η Σάριθα είχε τον Νεντ μαζί της». Έμοιαζε αδύνατον, αλλά το πρόσωπο της Μπιργκίτε σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. Ίσως ήταν λάθος που ανέφερε τη Σάριθα. Η Ηλαίην άλλαξε θέμα. «Κάτι πρέπει να κάνεις σχετικά με τη γλώσσα που χρησιμοποιείς. Ούτε ο χειρότερος αλήτης δεν μιλάει έτσι».
«Σχετικά με τη... γλώσσα που χρησιμοποιώ», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, και κάτι επικίνδυνο υπήρχε στον τόνο της φωνής της. Ακόμα κι ο βηματισμός της άλλαξε σε κάτι που έμοιαζε με λεοπάρδαλη εν κινήσει. «Μιλάς εσύ για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ εγώ; Τουλάχιστον, εγώ πάντα ξέρω το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιώ. Και ξέρω πολύ καλά σε ποιες περιστάσεις ταιριάζει να πω κάτι και σε ποιες όχι». Η Ηλαίην αναψοκοκκίνιοε κι ο λαιμός της δέθηκε κόμπο. Όντως ήξερε! Τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον, δηλαδή σχετικά συχνά. «Όσο για τον Γιάρμαν», συνέχισε η Μπιργκίτε, με φωνή που εξακολουθούσε να είναι απαλή κι επικίνδυνη, «είναι καλός άνθρωπος, αλλά δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την έκπληξη του που έγινε Πρόμαχος. Το πιθανότερο είναι ότι αναπηδά μόλις η Σάριθα κροταλίσει τα δάχτυλά της. Εγώ, ποτέ δεν εντυπωσιάστηκα και δεν αναπηδάω. Μήπως γι’ αυτό μού φόρτωσες σαν σαμάρι έναν τίτλο; Μήπως νόμισες ότι έτσι θα μου έβαζες χαλινάρι; Ε, δεν είναι η πρώτη ανόητη σκέψη που περνάει από το κεφάλι σου. Για κάποια που σκέφτεται με τέτοια διαύγεια τις περισσότερες φορές... Τέλος πάντων. Έχω ένα γραφείο θαμμένο κάτω από αναφορές, που πρέπει να φτυαρίσω, για να δω αν πρόκειται να πάρεις έστω και τους μισούς Φρουρούς απ’ όσους θέλεις, αλλά απόψε θα κάνουμε μια καλή και μακροσκελή κουβέντα. Αρχόντισσά μου», πρόσθεσε με φωνή σταθερή υπέρ το δέον. Η υπόκλισή της ήταν τυπική μεν, κοροϊδευτική δε. Απομακρύνθηκε καμαρωτή, κι οι τρίχες στη μακριά χρυσαφένια της πλεξούδα είχαν ανασηκωθεί σαν ουρά θυμωμένης γάτας.