Выбрать главу

«Βεβαιώσου ότι ο Χάβιαρ κι ο Νέριον παρακολουθούν στενά τις αδελφές, και κοίτα μήπως μπορούν να κρυφακούσουν κάτι σε κάποια συνάντησή τους με τον Μασέμα». Να έκανε λάθος ο Χάβιαρ, άραγε; Όχι, γιατί δεν υπήρχαν και πολλές γυναίκες στον καταυλισμό του Μασέμα, σχετικά μιλώντας πάντα, και πολύ δύσκολα ο Δακρυνός θα τις μπέρδευε με κάποια από τις άπλυτες στρίγκλες του με το δολοφονικό βλέμμα. Το είδος των γυναικών που επιθυμούσαν να ταχθούν με το μέρος του Μασέμα έκανε συνήθως τους άντρες να μοιάζουν με Μάστορες. «Πάντως, πες τους να προσέχουν. Καλύτερα να χάσουν την ευκαιρία, παρά να τους πιάσουν στα πράσα. Δεμένοι σε ένα δέντρο, δεν θα είναι χρήσιμοι». Ο Πέριν καταλάβαινε πως ο τόνος της φωνής του ακουγόταν εχθρικός και προσπάθησε να τον κάνει πιο ήπιο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο από τότε που απήγαγαν τη Φάιλε. «Καλά τα πήγες, Σελάντε». Αν μη τι άλλο, τα λόγια του δεν ακούστηκαν σαν γάβγισμα. «Κάνατε καλή δουλειά, κι εσύ κι ο Χάβιαρ κι ο Νέριον. Η Φάιλε θα ήταν περήφανη αν το ήξερε».

Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε από ένα χαμόγελο κι, όσο κι αν έμοιαζε παράξενο, το κορμί της κορδώθηκε κι άλλο. Ένιωθε υπερηφάνεια, την ατόφια κι αστραφτερή υπερηφάνεια της επιτυχίας, που κάλυπτε οποιαδήποτε άλλη αναδυόμενη οσμή της! «Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντά μου. Σ’ ευχαριστώ!» Λες και της είχε δώσει κανένα βραβείο. Μπορεί να ήταν έτσι από μια άποψη, αν κι η Φάιλε δεν θα χαιρόταν καθόλου που ο άντρας της είχε χρησιμοποιήσει τους κατασκόπους της ή που γνώριζε καν την ύπαρξή τους. Κάποτε, στη σκέψη και μόνο πως η Φάιλε μπορεί να μην ήταν ικανοποιημένη με κάτι, ένιωθε ανήσυχος, αλλά αυτό ίσχυε προτού μάθει για τους κατασκόπους της. Υπήρχε, επίσης, κι εκείνο το ζητηματάκι με τη Σπασμένη Κορώνα, το οποίο ο Ιλάυας είχε αφήσει να περάσει ασχολίαστο. Όλοι έλεγαν πως οι γυναίκες κρατούσαν πάντα καλά κρυμμένα τα μυστικά τους, αλλά υπήρχαν και όρια!

Τακτοποιώντας με το ένα χέρι τον μανδύα πάνω στους στενούς του ώμους, ο Μπάλγουερ έβηξε πίσω του. «Πολύ καλά τα είπες, Άρχοντά μου. Πάρα πολύ καλά. Αρχόντισσά μου, σίγουρα θα θες να εφαρμόσεις τις προσταγές του Άρχοντα Πέριν το συντομότερο δυνατόν. Δεν θα ήταν καλό να υπάρξουν παρανοήσεις».

Η Σελάντε ένευσε καταφατικά, δίχως να πάρει στιγμή τη ματιά της από τον Πέριν. Άνοιξε το στόμα της κι ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι σκόπευε να του ευχηθεί να βρίσκει πάντα νερό και σκιά. Μα το Φως, το νερό ήταν άφθονο, ακόμα και σχεδόν παγωμένο, και ποιος είχε ανάγκη τη σκιά αυτή την εποχή του χρόνου, ακόμα και το μεσημέρι; Μάλλον αυτό σκόπευε να πει, γιατί την τελευταία στιγμή δίστασε κι είπε: «Ευλογημένος να είσαι, Άρχοντά μου. Κι, αν μου επιτρέπεις, η Θεία Χάρη έβαλε στον δρόμο σου την Αρχόντισσα Φάιλε».

Ο Πέριν τίναξε το κεφάλι του κι ένευσε, ευχαριστώντας τη. Το στόμα του είχε μια περίεργη γεύση, λες κι είχε μασήσει στάχτες. Η Θεία Χάρη, όμως, θα πρέπει να έκανε κάποιο αστείο στη Φάιλε, δίνοντάς της έναν σύζυγο που δεν την είχε βρει έπειτα από δύο —και περισσότερο— βδομάδες έρευνας. Οι Κόρες έλεγαν ότι την είχαν κάνει γκαϊ’σάιν κι ότι δεν θα την κακομεταχειρίζονταν, αλλά έπρεπε να παραδεχτούν ότι αυτοί οι Σάιντο είχαν ήδη καταστρατηγήσει τα έθιμά τους με εκατό διαφορετικούς τρόπους. Για τα δεδομένα του, και μόνο η απαγωγή θεωρούνταν κακομεταχείριση. Πικρές στάχτες.

«Η αρχόντισσα θα τα καταφέρει μια χαρά, Άρχοντά μου», είπε ο Μπάλγουερ μαλακά, παρακολουθώντας τη Σελάντε να χάνεται στο σκοτάδι, ανάμεσα στις άμαξες. Η επιδοκιμασία αυτή ήταν απροσδόκητη. Ο Μπάλγουερ είχε προσπαθήσει να πείσει τον Πέριν να μη χρησιμοποιήσει τη Σελάντε και τους φίλους της, λέγοντάς του ότι επρόκειτο για ανθρώπους επιπόλαιους κι αναξιόπιστους. «Διαθέτει τα απαραίτητα ένστικτα, κάτι που συμβαίνει συνήθως με όλους τους Καιρχινούς, εν μέρει και με τους Δακρυνούς, τους ευγενείς τουλάχιστον, κι ειδικά...» Έκοψε την πρόταση του στη μέση κι απέμεινε να κοιτάει επιφυλακτικά τον Πέριν. Αν επρόκειτο για άλλον, ο Πέριν θα πίστευε πως είχε ήδη πει περισσότερα απ’ όσα σκόπευε, αλλά αμφέβαλλε αν ο Μπάλγουερ το έκανε από απροσεξία. Η οσμή του άντρα παρέμενε σταθερή, δεν άλλαζε διαρκώς, όπως θα γινόταν με κάποιον που δεν ήταν σίγουρος με τον εαυτό του. «Μπορώ να σχολιάσω ένα-δυο σημεία της αναφοράς της, Άρχοντά μου;»

Το κριτσάνισμα οπλών πάνω στο χιόνι ανήγγειλε τον ερχομό του Άραμ, ο οποίος οδηγούσε τον σταχτοκάστανο επιβήτορα του Πέριν και το δικό του ψηλόλιγνο και γκρίζο μουνούχι. Τα δύο ζωντανά προσπαθούσαν να δαγκωθούν μεταξύ τους, κι ο Άραμ τα κρατούσε σε απόσταση, αν και με κάποια δυσκολία. Ο Μπάλγουερ αναστέναξε.