«Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις μπροστά στον Άραμ, Αφέντη Μπάλγουερ», είπε ο Πέριν. Ο μικροκαμωμένος άντρας έσκυψε το κεφάλι συμφωνώντας, κι αναστέναξε ξανά. Όλοι στο στρατόπεδο γνώριζαν ότι ο Μπάλγουερ είχε την ικανότητα να ταιριάζει φήμες και σχόλια που άκουγε από δω κι από κει, καθώς και διάφορα πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι, έτσι ώστε να σχηματιστεί μια εικόνα του τι είχε συμβεί ή του τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, κάτι που ο Μπάλγουερ θεωρούσε μέρος της δουλειάς του ως γραμματέως, αλλά για κάποιο λόγο τού άρεσε να προσποιείται πως δεν ασχολιόταν με κάτι τέτοια. Ήταν μια άκακη μυθοπλασία κι ο Πέριν είχε την τάση να του κάνει πλάκα.
Πήρε τα γκέμια του Γοργοπόδη από τα χέρια του Άραμ κι είπε: «Προχώρα πίσω μας για λίγο, Άραμ. Πρέπει να μιλήσω ιδιαιτέρως με τον Αφέντη Μπάλγουερ». Ο αναστεναγμός του Μπάλγουερ ήταν τόσο αδιόρατος, που ο Πέριν ούτε καν τον πήρε είδηση.
Ο Άραμ βρέθηκε πίσω τους δίχως να πει λέξη, καθώς οι δύο άντρες άρχισαν να βαδίζουν, με το παγωμένο χιόνι να τρίζει κάτω από τα πόδια τους, αλλά η μυρωδιά του έγινε ξανά αψιά και τρεμουλιαστή, μια αδιόρατη, ξινισμένη μυρωδιά. Αυτή τη φορά, ο Πέριν την αναγνώρισε, αν και δεν έδωσε περισσότερη σημασία απ’ ό,τι συνήθως. Ο Άραμ ζήλευε όλους όσους έκαναν παρέα με τον Πέριν, εκτός φυσικά από τη Φάιλε. Ο Πέριν, από τη μεριά του, δεν είχε βρει τρόπο να του αλλάξει γνώμη και τελικά συνήθισε στην κτητικότητα του Άραμ με τον ίδιον τρόπο που είχε συνηθίσει και το χοροπήδημα του Μπάλγουερ πλάι του, ο οποίος κοίταξε πάνω από τον ώμο του, για να δει αν ο Άραμ βρισκόταν σε απόσταση ακοής, όταν τελικά αποφάσισε να μιλήσει. Η κοφτερή σαν ξυράφι οσμή καχυποψίας που ανέδιδε ο Μπάλγουερ, παράδοξα ξερή κι ελάχιστα θερμή, αλλά καχυποψία παρ’ όλ’ αυτά, ήταν σαν ένα είδος αντίβαρου στη ζήλια του Άραμ. Πώς ν’ αλλάξεις κάποιον που δεν θέλει ν’ αλλάξει;
Οι σειρές των αλόγων κι οι άμαξες με τις προμήθειες ήταν μαζεμένες στο κέντρο του καταυλισμού, ώστε τυχόν ληστές να δυσκολεύονταν να τις φτάσουν, και παρ’ ότι ο ουρανός εξακολουθούσε να φαντάζει σκοτεινός στα περισσότερα μάτια, οι αμαξηλάτες κι οι ιπποκόμοι, που κοιμούνταν πολύ κοντά στα φορτία τους, είχαν ήδη ξυπνήσει και δίπλωναν τις κουβέρτες τους. Μερικοί μάλιστα, φρόντιζαν τα στέγαστρα που είχαν φτιάξει από κλωνάρια πεύκων και διαφόρων άλλων μικρών δέντρων που είχαν μαζέψει από το γύρω δάσος, σε περίπτωση που θα τα χρειάζονταν για μία ακόμη νύχτα. Τα προσανάμματα είχαν πυρώσει κι οι μικρές μαύρες χύτρες ζεσταίνονταν ήδη, αν και το φαγητό δεν περιλάμβανε τίποτα περισσότερο από χυλό και ξερά φασόλια. Το κυνήγι κι οι παγίδες είχαν προσθέσει λίγο κρέας από ελάφι και λαγούς, πέρδικες, δασόχηνες και τα σχετικά, αλλά δεν ήταν αρκετό για να θρέψει τόσο πολλά στόματα, άσε που δεν είχαν βρει μέρος για να αγοράσουν προμήθειες πριν ακόμα διασχίσουν τον Έλνταρ. Τα κεφάλια που χαμήλωναν κι υποκλίνονταν έμοιαζαν να σχηματίζουν κυματισμούς, κι οι μουρμουριστές χαιρετούρες του τύπου «Πολύ καλημέρα σας, Άρχοντά μου» και «Το Φως να σ’ έχει καλά, Άρχοντά μου» ακολουθούσαν τον Πέριν, αλλά οι άντρες κι οι γυναίκες που τον έβλεπαν έπαυαν να προσπαθούν να ισιώσουν τα στέγαστρά τους, μερικοί μάλιστα άρχισαν να τα κατεδαφίζουν, λες και κατάλαβαν την αποφασιστικότητά του από τον διασκελισμό του. Μάλλον θα είχαν ήδη πληροφορηθεί την επίσημη απόφαση του. Από τη μέρα που συνειδητοποίησε την γκάφα του, δεν είχε περάσει ούτε δύο βράδια σε ένα μέρος. Αντιγύρισε τις χαιρετούρες χωρίς να επιβραδύνει τον βηματισμό του.
Το υπόλοιπο κομμάτι του καταυλισμού σχημάτιζε έναν λεπτό δακτύλιο γύρω από τα άλογα και τις άμαξες, αντίκρυ στο δάσος που τους περικύκλωνε, με τους Διποταμίτες χωρισμένους σε τέσσερις ομάδες και τους Γκεαλντανούς και Μαγιενούς λογχοφόρους τοποθετημένους σε αραιά διαστήματα ανάμεσά τους. Όποιος κι αν ερχόταν εναντίον τους, από οποιαδήποτε κατεύθυνση, θα είχε να αντιμετωπίσει τις βαλλίστρες των Διποταμιτών και το εκπαιδευμένο ιππικό. Ο Πέριν δεν φοβόταν τόσο μια ξαφνική εμφάνιση των Σάιντο, όσο του Μασέμα. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται πως τον ακολουθούσε κάπως άτολμα, αλλά εκτός από τα νέα περί επιδρομών, τις δύο τελευταίες βδομάδες είχαν εξαφανιστεί εννέα Γκεαλντανοί κι οκτώ Μαγιενοί. Κανείς δεν πίστευε πως είχαν αποστατήσει. Πριν από αυτό, την ημέρα που άρπαξαν τη Φάιλε, είκοσι Μαγιενοί είχαν πέσει σε ενέδρα και δολοφονήθηκαν, κι όλοι πίστευαν πως μονάχα οι άντρες του Μασέμα θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Οπότε, το είδος της ειρήνης που επικρατούσε ήταν κάπως ασταθές, παράξενο και προβληματικό και, φυσικά, κανείς δεν θα στοιχημάτιζε πως θα κρατούσε για πάντα, εκτός αν ήθελε να χάσει τα λεφτά του. Ο Μασέμα προσποιούνταν άγνοια του ενδεχόμενου κινδύνου, αλλά οι ακόλουθοι του δεν έμοιαζαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα, κι ό,τι κι αν προσποιούνταν ο Μασέμα, εκείνοι τον υποστήριζαν. Ωστόσο, ο Πέριν σκόπευε να σιγουρέψει ότι η ειρήνη θα διαρκούσε μέχρι την απελευθέρωση της Φάιλε. Κι ένας τρόπος για να επιτύχει τη διατήρηση της ειρήνης ήταν να κάνει τον καταυλισμό του όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικό.