Выбрать главу

Οι Αελίτες επέμεναν να έχουν το δικό τους μερίδιο σε αυτή την αλλόκοτη πίτα, αν και δεν ήταν πάνω από πενήντα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των γκαϊ’σάιν που υπηρετούσαν τις Σοφές, κι ο Πέριν έκανε μια στάση για να περιεργαστεί τις χαμηλές σκούρες σκηνές τους. Οι μόνες άλλες σκηνές που είχαν στηθεί στο στρατόπεδο ήταν αυτές της Μπερελαίν και των δύο υπηρετριών της, στην άλλη μεριά του καταυλισμού, όχι πολύ μακριά από τα λιγοστά σπίτια του Μπράιταν. Οι ψύλλοι κι οι ψείρες τα καθιστούσαν ακατοίκητα, ακόμα και για σκληραγωγημένους στρατιώτες που αναζητούσαν καταφύγιο από το κρύο, ενώ οι αποθήκες ήταν σαθρές και ξεχαρβαλωμένες, με τον άνεμο να σφυρίζει διαπερνώντας τες, τόπος συνάθροισης ακόμα χειρότερων ζωυφίων από εκείνα των σπιτιών. Οι Κόρες κι ο Γκαούλ, ο μόνος άντρας μεταξύ των Αελιτών που δεν ήταν γκαϊ’σάιν, είχαν ακολουθήσει τους ανιχνευτές, κι οι Αελίτικες σκηνές ήταν σιωπηλές κι ακίνητες, αν κι η μυρωδιά του καπνού που έβγαινε από μερικά μπουριά μαρτυρούσε ότι οι γκαϊ’σάιν έφτιαχναν πρωινό για τις Σοφές ή ότι το είχαν ήδη σερβίρει. Η Ανούρα ήταν η σύμβουλος της Μπερελαίν και συνήθως μοιραζόταν τη σκηνή της, αλλά η Μασούρι με τη Σέονιντ θα βρίσκονταν μάλλον με τις Σοφές, πιθανώς βοηθώντας τους γκαϊ’σάιν με το πρωινό. Ακόμα πάσχιζαν να κρύψουν το γεγονός ότι οι Σοφές τις θεωρούσαν μαθητευόμενες, αν κι όλοι στο στρατόπεδο θα πρέπει να το γνώριζαν πια. Άλλωστε, δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς, βλέποντας μια Άες Σεντάι να κουβαλάει ξύλα και νερό ή να μαστιγώνεται. Οι δύο Άες Σεντάι είχαν δώσει όρκο πίστης στον Ραντ —να τα πάλι εκείνα τα χρώματα που στροβιλίζονταν μέσα στο κεφάλι του, σχηματίζοντας εκρήξεις σε διάφορες αποχρώσεις, για να λιώσουν αμέσως μετά κάτω από την ακατάσχετη οργή του— αλλά η Εντάρα κι οι άλλες Σοφές είχαν σταλεί για να τις παρακολουθούν στενά.

Μόνον οι ίδιες οι Άες Σεντάι ήξεραν την ισχύ των όρκων τους και πόσα περιθώρια ευελιξίας είχαν, ενώ καμιά τους δεν προέβαινε στην οποιαδήποτε ενέργεια δίχως να πάρει άδεια από την αντίστοιχη Σοφή. Τόσο η Σέονιντ, όσο κι η Μασούρι, είχαν αναφέρει στο παρελθόν ότι ο Μασέμα έπρεπε να παταχθεί σαν λυσσασμένο σκυλί, κι οι Σοφές συμφωνούσαν ή έτσι έλεγαν τουλάχιστον. Οι Τρεις Όρκοι δεν τις δέσμευαν αναγκαστικά να πουν την αλήθεια, αν κι ο συγκεκριμένος Όρκος δέσμευε τις Άες Σεντάι περισσότερο τυπικά παρά ουσιαστικά. Ο Πέριν ανακάλεσε στη μνήμη του μια Σοφή που του είχε πει ότι η Μασούρι πίστευε ότι το λυσσασμένο σκυλί έπρεπε να είναι δεμένο στο λουρί, αλλά βέβαια καμία Άες Σεντάι δεν έλεγε κάτι χωρίς την άδεια κάποιας Σοφής. Το όλο θέμα έμοιαζε με τα κοφτερά μεταλλικά άκρα των κομματιών στον γρίφο του σιδηρουργού. Ήθελε να το λύσει, αλλά ένα λάθος ήταν αρκετό για να του πετσοκόψει τη σάρκα.

Με την άκρη του ματιού του, ο Πέριν παρατήρησε τον Μπάλγουερ να τον ατενίζει σκεπτικός και με σουφρωμένα χείλη. Έμοιαζε με πουλί που κοιτάει κάτι ασυνήθιστο, χωρίς να είναι απαραιτήτως φοβισμένο ή πεινασμένο, απλώς περίεργο. Αδράχνοντας τα γκέμια του Γοργοπόδη, άρχισε να βηματίζει τόσο γρήγορα, που ο μικροκαμωμένος άντρας έπρεπε να κάνει δρασκελιές μεγάλες σαν πηδήματα για να τον φτάσει.

Οι Διποταμίτες καταλάμβαναν το τμήμα του καταυλισμού δίπλα σε εκείνο των Αελιτών, αντίκρυ στη βορειοανατολική μεριά, κι ο Πέριν είχε κάνει τη σκέψη να περπατήσει λίγο πιο βόρεια, στο σημείο όπου διέμεναν οι Γκεαλντανοί ακοντιστές, ή νότια, στον πλησιέστερο Μαγιενό τομέα, αλλά τελικά πήρε μια βαθιά ανάσα κι οδήγησε το άλογό του μέσα από το πλήθος των φίλων και των γειτόνων από την πατρίδα. Όλοι τους ήταν ξύπνιοι πια, τυλιγμένοι στους μανδύες τους, ταΐζοντας τις φλόγες με τα απομεινάρια των στεγάστρων τους ή κόβοντας κρύα κομμάτια από τα υπολείμματα του χθεσινοβραδινού φαγητού, για να τα προσθέσουν στον χυλό μέσα στις κατσαρόλες. Οι συζητήσεις λιγόστεψαν κι η οσμή της επιφυλακτικότητας έγινε πιο έντονη καθώς τα κεφάλια ανασηκώθηκαν για να τον κοιτάξουν. Τα ακονιστήρια έπαψαν για λίγο να γλιστρούν πάνω στο ατσάλι, επαναλαμβάνοντας κατόπιν το συριστικό τους ψιθύρισμα. Οι Διποταμίτες προτιμούσαν τα τόξα, αλλά όλοι κουβαλούσαν επάνω τους κι ένα βαρύ εγχειρίδιο ή μια κοντή σπάθα, κάποιες φορές και μακρόστενες λάμες. Είχαν μαζέψει, επίσης, δόρατα, πελέκια, μπαλτάδες και διάφορα άλλα όπλα με περίεργες λεπίδες και μυτερές αιχμές, που οι Σάιντο σκέφτηκαν ότι δεν άξιζε τον κόπο να κουβαλήσουν μαζί με το υπόλοιπο πλιάτσικο. Ήταν εξοικειωμένοι με τα δόρατα, και τα χέρια που είχαν συνηθίσει να χειρίζονται τις μακριές ράβδους στους διαγωνισμούς των συμποσίων και των γλεντιών, δεν είχαν πρόβλημα με τα πελέκια, αρκεί να συνήθιζαν το βάρος του μετάλλου από τη μία πλευρά. Τα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν πείνα, κούραση και παραίτηση.