Выбрать главу

Κάποιος φώναξε ανόρεχτα «Ο Χρυσομάτης!», αλλά κανείς δεν ακολούθησε το παράδειγμά του, κάτι που έναν μήνα πριν μάλλον θα ευχαριστούσε τον Πέριν. Πολλά είχαν αλλάξει από την απαγωγή της Φάιλε και μετά. Τώρα, η σιωπή τους έπεφτε βαριά σαν μολύβι. Ο νεαρός Κένλι Μάεριν, με τα μάγουλά του ακόμα χλωμά στα σημεία όπου είχε ξυρίσει τις πρώτες ενδείξεις γενειάδας, απέφυγε να συναντήσει το βλέμμα του Πέριν, ενώ ο Τζόρι Κόνγκαρ, αλαφροδάχτυλος σε οτιδήποτε μικρό κι αξίας και πιωμένος όποτε μπορούσε, έφτυσε περιφρονητικά καθώς ο Πέριν τον προσπερνούσε. Ο Μπαν Κρω τον χτύπησε δυνατά στον ώμο, μα ούτε εκείνος κοίταξε κατάματα τον Πέριν.

Ο Ντάνιλ Λιούιν σηκώθηκε όρθιος, πασπατεύοντας νευρικά το παχύ μουστάκι του, που φάνταζε υπερβολικά γελοίο κάτω από τη γαμψή του μύτη. «Κάποια διαταγή, Άρχοντα Πέριν;» Ο λιπόσαρκος άντρας φάνηκε μάλλον ανακουφισμένος μόλις ο Πέριν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, και ξανακάθισε, κοιτώντας αφηρημένα το κοντινότερο τσουκάλι, λες κι ήταν ανήσυχος για τον πρωινό χυλό. Μπορεί και να ήταν. Τελευταία, κανείς δεν γέμιζε ικανοποιητικά την κοιλιά του, κι ο Ντάνιλ ανέκαθεν είχε ελάχιστο πετσί πάνω στα κόκαλά του. Πίσω από τον Πέριν, ο Άραμ έβγαλε έναν αηδιαστικό ήχο, που ακούστηκε σαν γρύλισμα.

Υπήρχαν κι άλλοι εδώ εκτός από τους Διποταμίτες, αν κι όχι σε καλύτερη κατάσταση. Να ο Λάμγκουιν Ντορν, ένας ογκώδης, βλογιοκομμένος τύπος, που τίναξε το τσουλούφι του κι έκανε μια σπασμωδική κίνηση με το κεφάλι του. Ο Λάμγκουιν έμοιαζε με νταή που συχνάζει στα χάνια και στις ταβέρνες, αλλά πλέον ήταν ο προσωπικός υπηρέτης του Πέριν όταν ο τελευταίος είχε ανάγκη από κάποιον, κάτι που δεν συνέβαινε συχνά, και πιθανόν να ήθελε να διατηρήσει καλή στάση απέναντι στον εργοδότη του. Ο Μπέηζελ Γκιλ, όμως, ο ρωμαλέος πάλαι ποτέ πανδοχέας, που η Φάιλε είχε πάρει μαζί της για να εκτελεί χρέη σαμπαγιάν, δίπλωνε την κουβέρτα του με υπερβάλλοντα ζήλο, κρατώντας χαμηλωμένο το φαλακρό του κεφάλι, ενώ η αρχιυπηρέτρια της Φάιλε, η Λίνι Έλτρινγκ, μια κοκαλιάρα με σφιχτό κότσο, που έκανε το πρόσωπό της να φαντάζει ακόμα πιο στενό απ’ όσο ήταν, τεντώθηκε από το καζάνι που ανακάτευε, έσμιξε τα χείλη της κι ανασήκωσε τη μακρόστενη ξύλινη κουτάλα της σαν να ήθελε να προφυλαχθεί από τον Πέριν. Η Μπριάνε Τάμποργουιν, με τα σκοτεινά της μάτια άγρια πάνω στο ωχρό Καιρχινό πρόσωπό της, χτύπησε με δύναμη το μπράτσο του Λάμγκουιν και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Ήταν η γυναίκα του, αν όχι η σύζυγός του, κι η δεύτερη από τις τρεις υπηρέτριες της Φάιλε, οι οποίες, εν ανάγκη, θα ακολουθούσαν τους Σάιντο μέχρι να πέσουν νεκρές, και θα έπεφταν πάνω στη Φάιλε σαν τρελές όταν θα την έβρισκαν, αλλά μονάχα ο Λάμγκουιν είχε διάθεση καλωσορίσματος απέναντι στον Πέριν. Ίσως είχε καλύτερη τύχη με τον Τζουρ Γκρέηντυ —οι Άσα’μαν ήταν αποξενωμένοι από όλους, ούτε καν νοιάζονταν ποιος ήταν ποιος και τι έκανε, αλλά δεν είχαν δείξει ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στον Πέριν— αλλά παρά τον θόρυβο των ανθρώπων που πεζοπορούσαν στο παγωμένο χιόνι, και τις βρισιές που ακούγονταν όταν γλιστρούσαν, ο Γκρέηντυ εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένος με τις κουβέρτες του και να ροχαλίζει κάτω από ένα πρόχειρο υπόστεγο από πευκόκλαδα. Ο Πέριν περπατούσε ανάμεσα σε φίλους, γείτονες κι υπηρέτες, μα ένιωθε μόνος. Ένας άντρας μπορεί να διακηρύξει την πίστη του έστω και λίγο πριν την παρατήσει. Η καρδιά της ζωής του βρισκόταν κάπου στα νοτιοανατολικά. Ας την έπαιρνε πίσω κι όλα θα επέστρεφαν στην ομαλότητα.

Μια πυκνή συστάδα ακονισμένων παλουκιών, μπηγμένων σε βάθος δέκα ποδών κύκλωνε τον καταυλισμό, κι ο Πέριν κατευθύνθηκε στην άκρη του τομέα των ακοντιστών της Γκεάλνταν, όπου είχαν χαραχτεί γωνιακά μονοπάτια, για να διευκολύνουν τον δρόμο των έφιππων αντρών, αν κι ο Μπάλγουερ κι ο Άραμ χρειάστηκε να τον ακολουθήσουν κατά πόδας στον στενό δρόμο. Μπροστά στους άντρες των Δύο Ποταμών, ένας πεζός θα έπρεπε να στριφογυρίσει για να περάσει. Η άκρη του δάσους ήταν σε μια απόσταση λίγο παραπάνω από εκατό βήματα, μέσα στο βεληνεκές των τόξων τους, ενώ τα τεράστια δέντρα σχημάτιζαν θόλο καθώς υψώνονταν στα ουράνια. Κάποια από τα δέντρα ήταν πρωτόγνωρα για τον Πέριν, αλλά υπήρχαν και πεύκα, χαμοδάφνες και λεύκες, μερικά εκ των οποίων είχαν πάχος τριών-τεσσάρων ποδών στη βάση τους, καθώς κι ακόμη μεγαλύτερες βελανιδιές. Δέντρα τέτοιου μεγέθους σκότωναν οτιδήποτε μεγαλύτερο από ζιζάνιο ή μικρό θάμνο πάσχιζε να αναπτυχθεί από κάτω τους, αφήνοντας μεγάλα διαστήματα ανάμεσά τους, αλλά οι σκιές, που ήταν σκοτεινότερες κι από τη νύχτα, γέμιζαν αυτά τα διαστήματα. Ήταν παλιό δάσος, από εκείνα που μπορούσαν να καταπιούν ολάκερους στρατούς και να μη βρεθεί ποτέ ούτε κόκαλο.