Ξαφνικά, ο Γοργοπόδης τίναξε το κεφάλι του και χρεμέτισε, βγάζοντας από τα ρουθούνια του έναν θύσανο ομίχλης. Τα μάτια του γύρισαν προς τα επάνω καθώς σταματούσε απότομα, και το γκρίζο άλογο του Άραμ τσίριξε και λοξοδρόμησε. Ο Πέριν έγειρε μπροστά για να χαϊδέψει καθησυχαστικά τον λαιμό του τρεμάμενου επιβήτορά του, αλλά πάγωσε στη θέση του, καθώς διαισθάνθηκε ένα ίχνος οσμής. Κάτι σαν καμένο θειάφι, ίσως μια απομίμηση αυτής της μυρωδιάς, που έκανε τις τρίχες στον σβέρκο του να ανασηκωθούν. Ανέδιδε την αποφορά του... λανθασμένου, ενός πράγματος που δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο. Η οσμή δεν ήταν καινούργια —σε καμία περίπτωση δεν θα τη χαρακτήριζε «φρέσκια»— αλλά ούτε και παλιά, ίσως πιο πρόσφατη από μία ώρα. Μπορεί ο κάτοχος της οσμής να βρισκόταν εδώ την ώρα που ο Πέριν σηκωνόταν, την ώρα που την ονειρευόταν.
«Τι συμβαίνει, Άρχοντα Πέριν;» Ο Άραμ δυσκολευόταν να τιθασεύει το γκρίζο του ζώο, που χόρευε σε κύκλους κι αντιστεκόταν στα γκέμια, θέλοντας να τρέξει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αρκεί να βρισκόταν μακριά. Παλεύοντας ακόμα με τα ηνία, ο Άραμ τράβηξε ταυτόχρονα το ξίφος με τη λυκοκεφαλή στο σφαίρωμα. Έκανε καθημερινή εξάσκηση, για αρκετές ώρες όποτε μπορούσε, κι οι γνώστες της τέχνης έλεγαν ότι ήταν πολύ καλός. «Εσύ ίσως μπορείς να ξεχωρίσεις μια μαύρη κλωστή από μια λευκή υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά για μένα το φως δεν είναι αρκετό ακόμη, άρα δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι αξιοπρόσεκτο».
«Βάλ’ το στη θέση του», του είπε ο Πέριν. «Δεν θα χρειαστεί. Ούτως ή άλλως, τα σπαθιά είναι άχρηστα σε τέτοιες περιπτώσεις». Αναγκάστηκε να κανακέψει το τρεμάμενο ζωντανό του για να προχωρήσει, αλλά τελικά ακολούθησε τη δυσωδία, ανιχνεύοντας το χιονοσκέπαστο έδαφος μπροστά του. Τη γνώριζε αυτή τη μυρωδιά, κι όχι μονάχα από το όνειρο.
Του πήρε λίγη ώρα να βρει αυτό που αναζητούσε, κι ο Γοργοπόδης άφησε ένα χλιμίντρισμα ικανοποίησης όταν ο Πέριν σταμάτησε σε ένα είδος πλακόστρωτης κορυφής από γκρίζα πέτρα, δύο πόδια πλατιά, που εξείχε από τη δεξιά μεριά. Το χιόνι τριγύρω ήταν μαλακό κι απάτητο, αλλά η κυρτή πέτρινη επιφάνεια καλυπτόταν από ίχνη σκύλων, λες και μια ολόκληρη αγέλη είχε πέσει επάνω της τρέχοντας. Τα ίχνη ήταν ξεκάθαρα στα μάτια του Πέριν, άσχετα από τις σκιές και τη σκοτεινιά. Ήταν μεγαλύτερα από την παλάμη του, αποτυπωμένα πάνω στην πέτρα σαν λάσπη. Χάιδεψε ξανά τον λαιμό του Γοργοπόδη. Δεν ήταν να απορεί κανείς που το ζώο είχε τρομοκρατηθεί.
«Άραμ, πήγαινε πίσω, στον καταυλισμό, και βρες τον Ντάνιλ. Πες του να ενημερώσει τους πάντες ότι υπάρχουν Σκοτεινόσκυλα τριγύρω κι ότι πέρασαν από δω πριν από μία ώρα περίπου. Και θηκάρωσε το σπαθί σου. Πίστεψε με, δεν θα ’θελες να προσπαθήσεις να σκοτώσεις Σκοτεινόσκυλο με σπαθί».
«Σκοτεινόσκυλα;» αναφώνησε ο Άραμ, κοιτώντας επιφυλακτικά ανάμεσα στις μουντές σκιές των δέντρων. Μια χροιά ανησυχίας εμφανίστηκε απότομα στην οσμή του. Οι περισσότεροι άντρες θα γελούσαν με τις παιδικές ιστορίες των ταξιδευτών, όμως οι Μάστορες περιδιάβαιναν την επαρχία κι ήξεραν καλά τι μπορούσαν να συναντήσουν στις ερημιές. Ο Άραμ θηκάρωσε το σπαθί του με προφανή απροθυμία, αλλά το δεξί του χέρι παρέμεινε μισοσηκωμένο, έτοιμο να αδράξει ξανά τη λαβή. «Και πώς σκοτώνεις ένα Σκοτεινόσκυλο; Κατ’ αρχάς, πεθαίνουν;» Μάλλον δεν είχε ιδιαίτερη συναίσθηση της κατάστασης.
«Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό, Άραμ, που δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις. Λοιπόν, πήγαινε να κάνεις ό,τι σου ’πα. Πρέπει όλοι μας να επαγρυπνούμε μήπως ξαναφανούν. Όχι ότι είναι πολύ πιθανό, αλλά καλύτερα να προσέχουμε». Ο Πέριν θυμήθηκε που κάποτε είχε αντιμετωπίσει ένα ολόκληρο κοπάδι από δαύτα κι είχε σκοτώσει ένα. Ή, τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε, αφού είχε χρειαστεί να το χτυπήσει με τρία βέλη πλατιάς αιχμής. Τα Σκιογεννήματα δεν πέθαιναν εύκολα. Η Μουαραίν είχε αναγκαστεί να το αποτελειώσει με μοιροφωτιά. «Φρόντισε να πληροφορηθούν τα νέα οι Άες Σεντάι, οι Σοφές κι οι Άσα’μαν». Η πιθανότητα κάποιος από αυτούς να ήξερε πώς να φτιάξει μοιροφωτιά δεν ήταν μεγάλη —οι γυναίκες, ακόμα και να ήξεραν, δεν θα παραδέχονταν ποτέ ότι είχαν γνώση μιας απαγορευμένης ύφανσης, κι οι άντρες μάλλον θα έκαναν το ίδιο— αλλά μπορεί να είχαν κάτι άλλο υπ’ όψιν τους, εξίσου αποτελεσματικό.
Ο Άραμ δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να αφήσει μόνο του τον Πέριν, μέχρι που ο τελευταίος τού είπε ορθά-κοφτά να φύγει, και στράφηκε κι ο ίδιος προς τον καταυλισμό, ακολουθώντας τις μυρωδιές του ίσκιου και του άλγους, λες και δύο άντρες θα ήταν πιο ασφαλείς από έναν. Μόλις ο άλλος άντρας χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Πέριν έστρεψε τον Γοργοπόδη νότια, προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει τα Σκοτεινόσκυλα. Δεν ήθελε παρέα, ούτε καν τον Άραμ. Δεν υπήρχε λόγος να καμαρώνει επειδή οι άνθρωποι πρόσεχαν μερικές φορές την οξυδέρκεια ή τη δυνατή όσφρησή του. Υπήρχαν ήδη αρκετοί λόγοι για να τον αποφεύγουν, δεν ήταν ανάγκη να προστεθούν κι άλλοι.