Ίσως τα πλάσματα είχαν περάσει τόσο κοντά από τον καταυλισμό εντελώς συμπτωματικά, αλλά τα τελευταία χρόνια οι συμπτώσεις είχαν αρχίσει να τον ανησυχούν. Συχνά, δεν επρόκειτο καν για συμπτώσεις, όχι τουλάχιστον όπως τις εννοούσαν οι άλλοι άνθρωποι. Αν αυτό ήταν μία ακόμη ένδειξη της τα’βίρεν πρόσβασής του στο Σχήμα, θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει και χωρίς αυτή. Το όλο θέμα φαινόταν να έχει περισσότερα μειονεκτήματα παρά πλεονεκτήματα, ακόμα κι όταν έδειχνε να λειτουργεί προς όφελός σου. Κάτι που σε ευνοούσε τη μία στιγμή, μπορεί κάλλιστα να στρεφόταν εναντίον σου την επόμενη. Και πάντα υπήρχε μια εναλλακτική πιθανότητα. Η ιδιότητα του τα’βίρεν σε ξεχώριζε στο Σχήμα, οπότε μερικοί από τους Αποδιωγμένους μπορούσαν να την εκμεταλλευτούν για να σε ανακαλύψουν κάποιες φορές— έτσι, τουλάχιστον, του είχαν πει. Ίσως κάποια Σκιογεννήματα διέθεταν ανάλογες ικανότητες.
Τα ίχνη που ακολουθούσε ήταν σίγουρα μίας ώρας, αλλά ο Πέριν ένιωθε ένα σφίξιμο ανάμεσα στις ωμοπλάτες, ένα μυρμήγκιασμα στο κρανίο. Ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι σκούρος γκρίζος στα σημεία που, ακόμα και στα ίδια του τα μάτια, ήταν ορατός. Ο ήλιος δεν είχε στεφανώσει ακόμη τον ορίζοντα. Η ώρα λίγο πριν την αυγή ήταν μία από τις χειρότερες για να συναπαντήσει το Τρελό Κυνήγι, όταν το σκοτάδι μετατρεπόταν σε φως, το οποίο όμως δεν είχε επικρατήσει ακόμα. Αν μη τι άλλο, δεν υπήρχαν σταυροδρόμια εκεί κοντά, ούτε νεκροταφεία, κι οι μόνες πέτρινες εστίες που μπορούσες να αγγίξεις βρίσκονταν στο Μπράιταν, αλλά και πάλι δεν ήταν διόλου σίγουρος πόσο ασφαλείς ήταν εκείνες οι καλύβες. Κράτησε μια νοητή σημείωση της τοποθεσίας ενός κοντινού ρυακιού, απ’ όπου ο καταυλισμός προμηθευόταν νερό κομματιάζοντας τον πάγο. Δεν ήταν πάνω από δέκα-δώδεκα βήματα πλατύ και το βάθος του έφθανε μονάχα έως το γόνατο, αλλά το τρεχούμενο νερό που παρεμβαλλόταν μεταξύ εσού και των Σκοτεινόσκυλων υποτίθεται πως ήταν ικανό να τα σταματήσει. Ωστόσο, υποτίθεται πως το ίδιο πετύχαινες και με την άμεση αντιμετώπισή τους, αλλά ο Πέριν είχε δει το αποτέλεσμα. Η μύτη του ανίχνευε δοκιμαστικά την αύρα, αναζητώντας εκείνη την παλιά μυρωδιά, καθώς κι οποιαδήποτε ένδειξη καινούργιας. Αν πιανόταν απροετοίμαστος, το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι χειρότερο από δυσάρεστο.
Ο Γοργοπόδης έπιανε μυρωδιές σχεδόν εξίσου εύκολα με τον Πέριν, μερικές φορές μάλιστα τις ανίχνευε πιο νωρίς από τον αναβάτη του, αλλά όποτε το καστανοκόκκινο ζώο δείλιαζε, ο Πέριν το ωθούσε να προχωρήσει. Πάνω στο χιόνι ήταν διασκορπισμένα διάφορα ίχνη, αποτυπώματα οπλών από τις έφιππες περιπόλους που πηγαινοέρχονταν, καθώς και περιστασιακά σημάδια από πέλματα κουνελιών κι αλεπούδων, αλλά τα μόνα χνάρια που είχαν αφήσει πίσω τους τα Σκοτεινόσκυλα βρίσκονταν στα σημεία όπου η πέτρα εξείχε από το χιόνι. Η οσμή του καμένου θειαφιού διακρινόταν πολύ ισχυρότερη εκεί, αλλά μεσολαβούσε μεγάλο διάστημα μέχρι το επόμενο μέρος εμφάνισής της. Τα τεράστια ίχνη από γαμψώνυχα διαδέχονταν το ένα το άλλο, οπότε δεν υπήρχε τρόπος να υπολογίσει κανείς πόσα Σκοτεινόσκυλα ήταν, αλλά άσχετα από το μέγεθός της, κάθε βραχώδης επιφάνεια που είχαν διασχίσει ήταν πνιγμένη στα ίχνη από τη μια άκρη έως την άλλη. Το κοπάδι αριθμούσε περισσότερα από τα δέκα πλάσματα που είχε εντοπίσει έξω από το Ίλιαν. Πολύ περισσότερα. Γι’ αυτό, άραγε, δεν υπήρχαν λύκοι στην περιοχή; Ήταν σίγουρος ότι εκείνη η βεβαιότητα του θανάτου, που είχε αισθανθεί στο όνειρό του, ήταν κάτι αληθινό και στο όνειρο εκείνο ήταν πράγματι λύκος.
Καθώς το μονοπάτι έστριβε δυτικά κι ο Πέριν έπαιρνε τη στροφή, άρχισε να νιώθει μια όλο και μεγαλύτερη υποψία, η οποία έτεινε να γίνει σιγουριά. Τα Σκοτεινόσκυλα είχαν περικυκλώσει εντελώς τον καταυλισμό, διατρέχοντας τη βόρεια μεριά του, όπου κάμποσα πελώρια δέντρα κείτονταν μισοπεσμένα, με τους κορμούς να στηρίζονται στους γείτονές τους, καθένα μ’ ένα χοντρό κομμάτι κομμένο σύρριζα από τον πελεκημένο κορμό. Τα ίχνη κάλυπταν μια πέτρινη προεξοχή, λεία κι επίπεδη σαν γυαλιστερό, μαρμάρινο δάπεδο, εκτός από μία τριχοειδή κοιλότητα, που διέτρεχε σαν νήμα της στάθμης την επίπεδη επιφάνεια. Τίποτα δεν μπορούσε να αντισταθεί στο άνοιγμα της πύλης ενός Άσα’μαν, κι εδώ είχαν ανοίξει ήδη δύο. Ένα πεύκο με παχύ κορμό που, πέφτοντας, μπλόκαρε τη μία, είχε ένα τμήμα του, τέσσερα πόδια φαρδύ, καμένο ολοσχερώς, αλλά οι καρβουνιασμένες άκρες ήταν συμμετρικές λες κι είχαν κοπεί με πριόνι. Φαίνεται, όμως, πως τα Σκοτεινόσκυλα δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για αποδείξεις χρήσης της Μίας Δύναμης. Το κοπάδι δεν είχε σταματήσει εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, δεν είχε καν επιβραδύνει, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει ο Πέριν. Τα Σκοτεινόσκυλα μπορούσαν να αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύτητα από τα άλογα και για περισσότερη ώρα, ενώ η αποφορά τους δεν έσβηνε τόσο εύκολα. Σε δύο σημεία της περιφέρειας, είχε επισημάνει μια διακλάδωση στο μονοπάτι, αλλά θα πρέπει να ήταν το κοπάδι που ερχόταν από τον Βορρά, κατευθυνόμενο νότια. Έκανε μια γύρα στον καταυλισμό κι απομακρύνθηκε, ακολουθώντας κατά πόδας όποιον ή ό,τι είχε πάρει στο κυνήγι.