Προφανώς, δεν κυνηγούσαν τον ίδιο. Ίσως το κοπάδι είχε κάνει κύκλο επειδή τον είχε διαισθανθεί, είχε διαισθανθεί κάποιον τα’βίρεν, ωστόσο ο Πέριν αμφέβαλλε κατά πόσον τα Σκοτεινόσκυλα θα δίσταζαν έστω και για μία στιγμή να επιτεθούν στον καταυλισμό αν έψαχναν τον ίδιο. Το κοπάδι που είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν είχε μπει στην πόλη του Ίλιαν, παρ’ όλο που προσπάθησε να τον σκοτώσει πολύ αργότερα. Άραγε, τα Σκοτεινόσκυλα ανέφεραν όσα έβλεπαν, όπως έκαναν οι αρουραίοι και τα κοράκια; Στη σκέψη και μόνο, το σαγόνι του σφίχτηκε. Το να σε προσέξει η Σκιά ήταν κάτι που φόβιζε κάθε λογικό άνθρωπο, αλλά μπορεί η ίδια η Σκιά να αναμειγνυόταν στην απελευθέρωση της Φάιλε, κι αυτό τον ένοιαζε περισσότερο από καθετί άλλο. Ωστόσο, υπήρχαν τρόποι να πολεμήσει τα Σκιογεννήματα, όπως και τους Αποδιωγμένους. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που θα έμπαινε εμπόδιο μεταξύ του ίδιου και της Φάιλε, ασχέτως αν επρόκειτο για Σκοτεινόσκυλα, για Αποδιωγμένους ή για οτιδήποτε άλλο, θα έβρισκε τρόπο να το ξεπεράσει, θα έκανε ό,τι κρινόταν αναγκαίο. Όλη η αίσθηση του φόβου που υπήρχε μέσα του συγκεντρωνόταν γύρω από το πρόσωπο της Φάιλε. Δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο.
Πριν ακόμα φτάσει στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει, η αύρα έφερε στα ρουθούνια του οσμές ανθρώπων κι αλόγων, διαπεραστικές και παγερές, κι ο Πέριν τράβηξε τα γκέμια του Γοργοπόδη για να επιβραδύνει τον τροχασμό του και κατόπιν να σταματήσει εντελώς. Είχε εντοπίσει πενήντα —ίσως κι εξήντα— άλογα σε απόσταση εκατό ποδών περίπου. Ο ήλιος είχε υψωθεί στον ορίζοντα, στέλνοντας λοξές κι έντονες δεσμίδες φωτός, που διαπερνούσαν τον θόλο του δάσους κι αντανακλώνταν στο χιόνι, μειώνοντας κάπως τη ζοφερότητα, παρ’ όλο που οι βαθιές, διάστικτες σκιές παρέμεναν ανάμεσα στα λιγνά δάχτυλα του ήλιου. Κάποιες από αυτές τις σκιές σκέπασαν τον Πέριν. Η έφιππη ομάδα δεν απείχε πολύ από το σημείο όπου ο ίδιος είχε πρωτοδεί τα χνάρια των Σκοτεινόσκυλων, κι ήδη μπορούσε να διακρίνει τον ταλαιπωρημένο πράσινο μανδύα του Άραμ και το πανωφόρι του με τις κόκκινες ρίγες, ενώ τα ρούχα του Μάστορα ήταν παραχωμένα μαζί με το ξίφος στην πλάτη του. Οι περισσότεροι από τους καβαλάρηδες φορούσαν κόκκινες περικεφαλαίες σε σχήμα κιουπιού και σκούρους μανδύες πάνω από άλικους θώρακες, ενώ τα μακρόστενα κόκκινα σημαιάκια πάνω στα δόρατά τους αναδεύονταν στο ανάλαφρο αεράκι, καθώς οι στρατιώτες πάσχιζαν να παρακολουθούν κάθε κατεύθυνση. Η Πρώτη του Μαγιέν έκανε συχνά πρωινές εξορμήσεις, μαζί φυσικά με την ανάλογη σωματοφυλακή των Φτερωτών Φρουρών.
Έκανε να φύγει χωρίς να αναγκαστεί να συναντήσει την Μπερελαίν, αλλά την επόμενη στιγμή πρόσεξε τρεις ψηλές, πεζές γυναίκες ανάμεσα στα άλογα, με τις μακριές, σκούρες εσάρπες τους τυλιγμένες γύρω από τα κεφάλια και τους ώμους τους, και δίστασε. Οι Σοφές έβγαιναν μόνον όποτε το θεωρούσαν αναγκαίο, έστω κι απρόθυμα, αλλά η πορεία ενός-δύο μιλίων μες στο χιόνι φορώντας βαριές, μάλλινες φούστες δεν ήταν επαρκής λόγος για να αναγκαστούν να ιππεύσουν. Ήταν σχεδόν σίγουρο πως η Σέονιντ με τη Μασούρι βρίσκονταν σε αυτή τη ομάδα, αν κι οι Αελίτισσες φαίνεται πως συμπαθούσαν την Μπερελαίν για κάποιον μυστήριο λόγο.
Δεν είχε περάσει από το μυαλό του να πάει κοντά στους καβαλάρηδες, ανεξάρτητα από το ποιος βρισκόταν μαζί τους, αλλά ο δισταγμός τού στοίχισε κι έχασε την ευκαιρία της υπεκφυγής. Μία από τις Σοφές —του φάνηκε πως ήταν η Καρέλ, μια γυναίκα με φλογάτα μαλλιά, που στα διαπεραστικά γαλάζια της μάτια έβλεπες πάντα την πρόκληση— σήκωσε το χέρι της, δείχνοντάς τον, κι όλη η ομάδα στράφηκε προς το μέρος του, οι στρατιώτες σπιρουνίζοντας τα άλογά τους, για να γυρίσουν, και πασχίζοντας να δουν μέσα από τα δέντρα, έχοντας τα δόρατα με τις ατσαλένιες αιχμές του ενός ποδιού μισοχαμηλωμένα. Δεν ήταν πολύ πιθανό να τον διέκριναν καθαρά μέσα από τις βαθιές, σκιερές λίμνες και τις ράγες ηλιόφωτος. Του έκανε εντύπωση που η Σοφή είχε καταφέρει να τον δει, αλλά ούτως ή άλλως οι Αελίτες κι οι Αελίτισσες ήταν οξυδερκείς.