Выбрать главу

Ο Βάλντα περίμενε. Θα εξακολουθούσε, άραγε, ο γερο-ανόητος να πεισμώνει σε δέκα Άρχοντες Ηγέτες που είχαν επιβιώσει εκεί έξω, έφιπποι κι έτοιμοι να καλπάσουν; Ό,τι έπρεπε να γίνει, έγινε.

«Αν το αποτέλεσμα είναι η πτώση του Λευκού Πύργου», είπε τελικά ο Ασουνάγουα, «μου αρκεί. Προς το παρόν, θα παρευρεθώ σε αυτή τη συνάντηση».

Ο Βάλντα χαμογέλασε αδιόρατα. «Σε αυτή την περίπτωση, μου αρκεί κι εμένα. Θα παρακολουθήσουμε μαζί τον αφανισμό των μαγισσών». Ναι, ήταν σίγουρο ότι θα τις έβλεπε να καταστρέφονται. «Προτείνω να έχεις έτοιμο το άλογό σου. Μόλις πέσει η νύχτα, θα ξεκινήσουμε, κι ο δρόμος μας είναι μακρύς». Το αν ο Ασουνάγουα θα παρακολουθούσε μαζί του αυτό το γεγονός, ήταν άλλο ζήτημα.

Η Γκαμπρέλ απολάμβανε την ιππασία μέσα στο χειμωνιάτικο δάσος, παρέα με τον Λογκαίν και την Τοβέιν. Ο Λογκαίν άφηνε πάντα την Τοβέιν και την ακόλουθό της να προχωρούν στον δικό τους ρυθμό, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια μορφή απομόνωσης, αρκεί να μην καθυστερούσαν πολύ κι έμεναν πίσω. Οι δύο Άες Σεντάι σπανίως μιλούσαν αν δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο, ακόμα κι όταν ήταν πράγματι απομονωμένες. Κάθε άλλο παρά φίλες ήταν. Η Γκαμπρέλ ευχόταν συχνά να μην ερχόταν μαζί της η Τοβέιν όταν ο Λογκαίν κανόνιζε κάτι τέτοιες βολτίτσες. Πόσο όμορφα θα ήταν αν βρίσκονταν μόνοι τους.

Κρατώντας τα χαλινάρια με το ένα χέρι κι αδράχνοντας με το άλλο σφιχτά επάνω της τον μανδύα με την επένδυση από γούνα αλεπούς, η Γκαμπρέλ αφέθηκε να νιώσει την παγωνιά, έστω και για λίγο, απλώς και μόνο για να αισθανθεί ακμαία κι αναζωογονημένη. Το χιόνι δεν είχε μεγάλο βάθος, αλλά ο πρωινός αέρας ήταν τσουχτερός. Τα μαύρα, σκοτεινά σύννεφα, όμως, υπόσχονταν πως σύντομα θα έπεφτε περισσότερο χιόνι. Ψηλά, πάνω από τα κεφάλια τους, πετούσε κάποιο είδος πουλιού με μεγάλα φτερά, ίσως αετός. Δεν ήξερε και πολλά από πουλιά. Τα φυτά και τα ορυκτά μπορούν να μείνουν ανέπαφα όση ώρα τα μελετάς, όπως επίσης τα βιβλία και τα χειρόγραφα, αν κι αυτά τα τελευταία μπορεί και να θρυμματίζονταν κάτω από τα δάχτυλά της αν ήταν αρκετά παλιά. Όπως και να έχει όμως, μετά δυσκολίας μπορούσε να διακρίνει το πουλί σε τέτοιο ύψος, αλλά σ’ αυτόν τον τόπο ήταν λογικό να πετούν αετοί. Η περιοχή γύρω τους ήταν δασωμένη, μικρές και πυκνές συστάδες σκόρπιες εδώ κι εκεί ανάμεσα στα μεμονωμένα και διάσπαρτα δέντρα. Γιγάντιες βελανιδιές, πυργωμένα πεύκα κι έλατα είχαν εξαλείψει σχεδόν τελείως τα χαμόκλαδα και τους θάμνους, παρ’ ότι πού και πού έβλεπες τα μικροκαμωμένα καφετιά υπολείμματα κάποιας θαρραλέας περικοκλάδας που περίμενε υπομονετικά τη μακρινή άνοιξη, προσκολλημένη πάνω σε μια κροκάλα ή σε μια χαμηλή γκρίζα πέτρα. Η Γκαμπρέλ αποτύπωσε το τοπίο στο μυαλό της σαν ένα είδος άσκησης για τις μαθητευόμενες, ένα τοπίο παγερό κι άδειο.

Μια και δεν φαινόταν κανείς άλλος εκτός από τους δύο συντρόφους της, η Γκαμπρέλ μπορούσε σχεδόν να φανταστεί πως βρισκόταν σε κάποιο άλλο μέρος κι όχι στον Μαύρο Πύργο. Το αποκρουστικό όνομα ξεπηδούσε εύκολα στο μυαλό της. Ήταν τόσο αληθινός όσο ο Λευκός, και κάθε άλλο παρά «περιβόητος» μπορούσε να χαρακτηριστεί για κάποιον που έριχνε μια ματιά στα μεγάλα πέτρινα κτήρια των καταυλισμών, που φιλοξενούσαν εκατοντάδες εκπαιδευόμενους, καθώς και στο χωριό που είχε αναπτυχθεί γύρω τους. Είχε περάσει σχεδόν δύο βδομάδες σ’ αυτό το χωριό κι ακόμα υπήρχαν σημεία του Μαύρου Πύργου που δεν είχε δει. Η βάση του κάλυπτε μίλια ολόκληρα, κυκλωμένη από τις απαρχές ενός τείχους από μαύρη πέτρα. Εδώ, ωστόσο, μέσα στο δάσος, μπορούσε να τα ξεχάσει όλα αυτά.

Σχεδόν, δηλαδή. Εκτός από αυτό τον όζο εντυπώσεων και συναισθημάτων, την ίδια την ουσία του Λογκαίν Άμπλαρ που ξεπηδούσε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της, μια μόνιμη αίσθηση ισορροπημένης επιφυλακτικότητας, μια αίσθηση μόνιμα σφιγμένων μυώνων. Ίσως κάπως έτσι ένιωθε ένας λύκος που έχει βγει για κυνήγι, ή ένα λιοντάρι. Το κεφάλι του άντρα κουνιόταν διαρκώς. Ακόμα κι εδώ, παρακολουθούσε τον γύρω χώρο σαν να περίμενε επίθεση.

Η Γκαμπρέλ δεν είχε ποτέ Πρόμαχο —για τις Καφέ ήταν κάτι σαν άχρηστη επίδειξη, μια κι ένας νοικιασμένος υπηρέτης μπορούσε να ανταποκριθεί εξίσου καλά— κι ένιωθε πολύ παράξενα όντας μέρος ενός δεσμού, και μάλιστα, τρόπος του λέγειν, από τη λάθος μεριά, ή κι ακόμα χειρότερα. Αυτού του είδους ο δεσμός απαιτούσε τυφλή υπακοή εκ μέρους της, ενώ οι διάφορες απαγορεύσεις την κύκλωναν από παντού. Οπότε, στην πραγματικότητα δεν έμοιαζε και τόσο με δεσμό Προμάχου. Οι αδελφές δεν αναγκάζουν τους Προμάχους τους να υπακούσουν σε κάτι. Όχι συχνά, τουλάχιστον. Άσε που δεν δεσμεύουν άντρες ενάντια στη θέλησή τους επί αιώνες. Ωστόσο, ήταν ένα συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης. Είχε δουλέψει πολύ πάνω στην ερμηνεία όσων διαισθανόταν η ίδια. Μερικές φορές, μπορούσε σχεδόν να διαβάσει τις σκέψεις του. Άλλες πάλι, ήταν σαν να έψαχνε σε ορυχείο χωρίς φανάρι. Υπέθετε πως, ακόμα κι αν τοποθετούσαν το κεφάλι της πάνω στον τάκο του δήμιου, εκείνη θα προσπαθούσε να μελετήσει. Κι από μία άποψη, αυτό γινόταν. Ο Λογκαίν τη διαισθανόταν τόσο καλά όσο εκείνη αυτόν.