Выбрать главу

Η Μασούρι ήταν εκεί, μια λυγερόκορμη γυναίκα με μανδύα στο χρώμα του χαλκού, καβάλα σε μια διάστικτη φοράδα, όπως κι η Ανούρα, η οποία κρατούσε αρκετά πιο πίσω την καφετιά της φοράδα, αλλά την ξεχώριζε κανείς από τις δεκάδες λεπτές και σκούρες πλεξίδες που κρέμονταν από το άνοιγμα της κουκούλας της. Η Μπερελαίν ίππευε ένα καλοθρεμμένο καστανοκόκκινο μουνούχι μπροστά-μπροστά, μια ψηλή κι όμορφη νεαρή γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά, που φορούσε άλικο μανδύα με μαύρη γούνινη επένδυση. Μόνο ένα ψεγάδι μείωνε κάπως την ομορφιά της: δεν ήταν η Φάιλε. Κι υπήρχε άλλο ένα ψεγάδι που διέλυε την όποια ομορφιά, για τα δεδομένα του Πέριν τουλάχιστον. Απ’ αυτή τη γυναίκα είχε πρωτομάθει για την απαγωγή της Φάιλε, όπως και για τις επαφές του Μασέμα με τους Σωντσάν, αλλά σχεδόν όλοι στο στρατόπεδο πίστευαν πως είχε κοιμηθεί μαζί της την ίδια νύχια που η Φάιλε απήχθη, κι η Μπερελαίν δεν είχε κάνει το παραμικρό για να το διαψεύσει. Ήταν μάλλον δύσκολο να της ζητήσει να το αρνηθεί δημοσίως, αλλά θα μπορούσε κι η ίδια να πει κάτι ή, έστω, να διατάξει τις υπηρέτριές της να αρνηθούν τέτοιου είδους φήμες, οτιδήποτε. Αντί γι’ αυτό όμως, η Μπερελαίν είχε παραμείνει σιωπηλή, οι δε υπηρέτριές της, κουτσομπολεύοντας σαν καρακάξες, το μόνο που έκαναν ήταν να υποδαυλίζουν την ιστορία. Στους Δύο Ποταμούς, υπολήψεις τέτοιου είδους ακολουθούσαν έναν άντρα σε όλη του τη ζωή.

Από εκείνη τη νύχτα απέφευγε να δει την Μπερελαίν και, παρ’ ότι τον είχαν δει, πολύ θα ήθελε να εξαφανιστεί, ακόμα και τώρα, αλλά η Μπερελαίν πήρε ένα καλάθι με λαβή σαν στεφάνι από μια υπηρέτρια που τη συνόδευε, μια πλαδαρή γυναίκα τυλιγμένη σε έναν μπλε και χρυσαφή μανδύα, είπε κάτι στους άλλους και τσίγκλησε το στιλπνό καστανοκόκκινο μουνούχι για να κινήσει προς το μέρος του. Μόνη της. Η Ανούρα σήκωσε το χέρι και της φώναξε κάτι, αλλά η Μπερελαίν δεν έριξε ούτε ματιά πίσω. Ο Πέριν δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως η γυναίκα θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε, κι όπως είχαν τα πράγματα, αν έφευγε, θα έδινε αφορμή για σχόλια ότι ήθελε να βρεθεί μόνος μαζί της. Σπιρούνισε τα πλευρά του Γοργοπόδη, έχοντας υπ’ όψιν του, παρ’ ότι απρόθυμα, να ενωθεί με τους υπόλοιπους —κι αν ήθελε η Μπερελαίν, ας τον ακολουθούσε επιστρέφοντας— αλλά η γυναίκα σπιρούνισε ξανά το άλογό της, αναγκάζοντάς το να τριποδίσει παρά το τραχύ έδαφος και το χιόνι. Το ζωντανό πήδηξε μια πέτρινη προεξοχή κι η Μπερελαίν, με τον άλικο μανδύα να ανεμίζει πίσω της, τον συνάντησε στα μέσα της διαδρομής. Ο Πέριν έπρεπε να παραδεχτεί, έστω κι απρόθυμα, πως ήταν καλή καβαλάρισσα. Όχι, βέβαια, τόσο καλή όσο η Φάιλε, αλλά καλύτερη από τους περισσότερους.

«Η κατήφειά σου φωνάζει από μακριά», γέλασε απαλά η γυναίκα, καθώς σταματούσε την πορεία του αλόγου της ακριβώς μπροστά στον Γοργοπόδη. Από τον τρόπο που κρατούσε τα γκέμια, έδειχνε έτοιμη να τον εμποδίσει σε περίπτωση που ο Πέριν επιχειρούσε να την προσπεράσει. Η γυναίκα δεν είχε καμία απολύτως συστολή! «Χαμογέλα, να νομίζει ο κόσμος πως φλερτάρουμε». Του άπλωσε το χέρι της με το κόκκινο γάντι, δίνοντάς του το καλάθι. «Αυτό, τουλάχιστον, θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Πήρε τ’ αυτί μου ότι ξέχασες να φας». Ζάρωσε τη μύτη της. «Και να πλυθείς, απ’ ό,τι φαίνεται. Η γενειάδα σου, επίσης, χρειάζεται ψαλίδισμα. Βέβαια, ένας ανήσυχος, γεμάτος αγωνία και κάπως αναμαλλιασμένος σύζυγος που σώζει τη γυναικούλα του είναι αρκετά ρομαντική εικόνα, αλλά μπορεί η Φάιλε να μην έχει σε μεγάλη υπόληψη τους βρωμιάρηδες και τους ρακένδυτους. Καμία γυναίκα δεν θα σε συγχωρήσει ποτέ αν της καταστρέψεις την εικόνα που έχει για σένα».

Ο Πέριν, μπερδεμένος, πήρε το καλάθι στα χέρια του, το ακούμπησε στο ψηλό μπροστάρι της σέλας κι ασυναίσθητα έτριψε τη μύτη του. Ήταν συνηθισμένος σε ορισμένες οσμές εκ μέρους της Μπερελαίν, στην οσμή της λύκαινας που έχει βγει για κυνήγι, συνήθως, και μάλιστα με θύμα τον ίδιον, αλλά σήμερα η γυναίκα δεν ανέδιδε καμία μυρωδιά θηρευτή. Ούτε ίχνος. Απέπνεε την υπομονετικότητα μιας πέτρας, καθώς και μια ελαφριά ευθυμία, με κάποια υπόγεια ρεύματα φόβου. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, η γυναίκα δεν τον είχε φοβηθεί ποτέ της. Προς τι, όμως, η υπομονετικότητα; Και προς τι όλη αυτή η ευθυμία; Μια βουνίσια αγριόγατα που μυρίζει σαν αρνάκι δύσκολα θα τον τάραζε περισσότερο.

Άσχετα όμως από το αν ήταν μπερδεμένος ή όχι, το στομάχι του άρχισε να γουργουρίζει λόγω της μυρωδιάς που αναδυόταν από το σκεπαστό καλάθι. Ψητή δασόχηνα —εκτός κι αν έκανε λάθος— και φρέσκο, ζεστό ψωμί, κατευθείαν από τον φούρνο, παρ’ όλο που υπήρχαν ελλείψεις στο αλεύρι και το ψωμί είχε καταντήσει εξίσου σπάνιο με το κρέας. Πράγματι, κάποιες φορές, του έλειπε πολύ το φαγητό. Κατά καιρούς, όντως ξεχνούσε να φάει, αλλά κι όταν το θυμόταν, το έβλεπε σαν αγγαρεία, μια κι έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τη Λίνι και την Μπριάνε ή να υποστεί την ψυχρή συμπεριφορά ανθρώπων με τους οποίους είχε μεγαλώσει, απλώς και μόνο για ένα γεύμα. Αν, όμως, του έβαζες φαγητό κάτω από τη μύτη του, του έτρεχαν τα σάλια. Άραγε, θεωρούνταν απιστία να φάει φαγητό φερμένο από την Μπερελαίν;