Выбрать главу

«Σ’ ευχαριστώ για το καρβέλι και τη χήνα», είπε τραχιά, «αλλά το τελευταίο πράγμα που επιθυμώ αυτή τη στιγμή είναι να νομίζει ο κόσμος πως φλερτάρουμε. Όσο για την καθαριότητα, θα κάνω μπάνιο μόλις μπορέσω, αν σε απασχολεί τόσο. Με αυτόν τον καιρό, δεν είναι πολύ εύκολο. Άσε που κανείς εδώ πέρα δεν μοσχοβολάει». Εκτός από την ίδια, συνειδητοποίησε ξαφνικά. Κάτω από το ανάλαφρο, λουλουδένιο άρωμά της, δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος ιδρώτα ή βρωμιάς. Του έδινε στα νεύρα που είχε προσέξει ότι η γυναίκα είχε παρφουμαριστεί κι ότι ακτινοβολούσε καθαριότητα. Έμοιαζε με προδοσία.

Τα μάτια της Μπερελαίν γούρλωσαν και, προς στιγμήν, φάνηκε έκπληκτη —γιατί, άραγε;— αλλά έπειτα αναστέναξε, εξακολουθώντας να διατηρεί το χαμόγελο της, το οποίο έμοιαζε μόνιμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό της, ενώ μια χροιά οργής ξεπήδησε στην οσμή της. «Δώσε εντολή να στήσουν τη σκηνή σου. Ξέρω ότι σε κάποια από τις άμαξες υπάρχει μια πολύ καλή χάλκινη μπανιέρα. Αποκλείεται να την πέταξες. Ο κόσμος περιμένει από έναν ευγενή να συμπεριφέρεται κι ως ευγενής, Πέριν, κι αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να είσαι κι ευπαρουσίαστος, ακόμα κι αν χρειαστεί κάποια προσπάθεια. Πρόκειται για ένα είδος συμφωνίας ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εκείνους. Οφείλεις να τους δώσεις αυτό που προσδοκούν, μαζί φυσικά με ό,τι χρειάζονται ή επιθυμούν, ειδάλλως θα χάσουν τον σεβασμό τους απέναντι σου και θα αρχίσουν να σε κατηγορούν ότι εσύ φταις για όλα. Κανείς μας δεν θα ήθελε να συμβεί αυτό, ειλικρινά σ’ το λέω. Όλοι βρισκόμαστε μακριά απ’ τα σπίτια μας, περικυκλωμένοι από εχθρούς, και πιστεύω πως εσύ, ο Άρχοντας Πέριν ο Χρυσομάτης, είσαι η μόνη μας ελπίδα να επιζήσουμε και να ξαναδούμε την πατρίδα μας. Χωρίς εσένα, όλα καταρρέουν. Λοιπόν, χαμογέλα, γιατί αν φλερτάραμε, δεν θα μιλούσαμε για τίποτε άλλο».

Ο Πέριν γύμνωσε τα δόντια του. Οι Μαγιενοί κι οι Σοφές τον παρακολουθούσαν, αλλά στα πενήντα πόδια απόσταση και με αυτό το σκοτάδι, σίγουρα θα νόμιζαν πως χαμογελούσε. Θα έχαναν τον σεβασμό τους απέναντι του, άραγε; Μα η ίδια η Μπερελαίν είχε σταθεί η αιτία να χάσει οποιουδήποτε είδους σεβασμό εκ μέρους των Διποταμιτών, για να μην αναφέρουμε τους υπηρέτες της Φάιλε. Και το χειρότερο ήταν ότι η ίδια η Φάιλε τού είχε κάνει πάνω από μία φορά κήρυγμα σχετικά με το καθήκον ενός ευγενούς να δίνει στον λαό όσα περιμένει. Αυτό, όμως, που τον πίκραινε ήταν να ακούει αυτήν ειδικά τη γυναίκα να μιμείται τη σύζυγό του. «Άρα, για τι πράγμα μιλάμε; Τι είναι αυτό που δεν θέλεις να μάθουν οι δικοί σου επειδή δεν τους έχεις εμπιστοσύνη;»

Το πρόσωπό της παρέμεινε ανέκφραστο και χαμογελαστό, αλλά το υπόγειο ρεύμα του φόβου στην οσμή της ισχυροποιήθηκε. Δεν ήταν ακριβώς πανικός, αλλά η γυναίκα πίστευε ότι κινδύνευε. Τα χέρια μέσα από τα γάντια κρατούσαν σφιχτά τα χαλινάρια του καστανοκόκκινου αλόγου της. «Έβαλα τους ληστοκυνηγούς μου να χώσουν τη μύτη τους στον καταυλισμό του Μασέμα, προσπαθώντας να "πιάσουν φιλίες". Δεν είναι τόσο καλοί όσο οι κατάσκοποι, αλλά του πήγαν κρασί, το οποίο υποτίθεται πως έκλεψαν από μένα, κι όλο και κάτι έμαθαν στήνοντας αυτί». Για μια στιγμή, τον περιεργάστηκε κάπως αινιγματικά, γέρνοντας το κεφάλι της. Μα το Φως! Ήξερε ότι η Φάιλε χρησιμοποιούσε τη Σελάντε κι όλους τους άλλους ηλίθιους ως κατασκόπους! Η ίδια η Μπερελαίν τον είχε ενημερώσει γι’ αυτούς εξ αρχής. Το πιθανότερο ήταν πως ο Γκένταρ κι ο Σάντες, οι ληστοκυνηγοί της, είχαν δει τον Χάβιαρ και τον Νέριον στο στρατόπεδο του Μασέμα. Ο Μπάλγουερ θα έπρεπε να έχει προειδοποιηθεί πριν προσπαθήσει να βάλει τη Μέντορε να παρακολουθεί την Μπερελαίν και την Ανούρα. Αυτό σίγουρα θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Όταν ο Πέριν δεν είπε τίποτα, η γυναίκα συνέχισε. «Εκτός από το ψωμί και τη χήνα, έχω βάλει και κάτι άλλο σ’ αυτό το καλάθι. Ένα... έγγραφο... που ο Σάντες βρήκε χτες το πρωί κλειδωμένο στο γραφείο του καταυλισμού του Μασέμα. Ο ανόητος, μόλις δει κλειδαριά, θέλει να μάθει τι κρύβει. Αν ήθελε να μπλεχτεί με κάτι που ο Μασέμα έχει διπλοκλειδωμένο, θα έπρεπε να το απομνημονεύσει, όχι να το βουτήξει, αλλά τώρα ό,τι έγινε, έγινε. Μη σε δουν να το διαβάζεις, ύστερα απ’ όλα όσα πέρασα για να το κρατήσω κρυφό!» πρόσθεσε κοφτά καθώς ανασήκωνε το καπάκι του καλαθιού, αποκαλύπτοντας έναν μπόγο τυλιγμένο με ύφασμα κι ελευθερώνοντας ακόμα πιο έντονες μυρωδιές ψητού πουλιού κι αχνιστού ψωμιού. «Είδα προηγουμένως άντρες του Μασέμα να σε ακολουθούν. Δεν πιστεύω να μας παρακολουθούν τώρα!»