Выбрать главу

«Δίνουμε αφορμή για σχόλια», είπε. Όχι ότι χρειάζονταν κι άλλα, δηλαδή. Γαντζώνοντας τα χερούλια του καλαθιού στο μπροστάρι της σέλας του, σπιρούνισε τα πλευρά του Γοργοπόδη. Η κατανάλωση ψητής δασόχηνας μάλλον δεν αποτελούσε ένδειξη απιστίας.

Η Μπερελαίν δεν τον ακολούθησε αμέσως, αλλά τον πρόλαβε λίγο πριν φθάσει στον Άραμ, επιβραδύνοντας το βάδισμα του καστανοκόκκινου αλόγου της και φέρνοντάς το δίπλα του. «Θα ανακαλύψω τι σκαρώνει η Ανούρα», είπε με αποφασιστικότητα, ατενίζοντας ευθεία μπροστά. Η ματιά της ήταν σκληρή. Ο Πέριν ήταν έτοιμος να νιώσει οίκτο για την Ανούρα, στην περίπτωση που δεν θα της αποσπούσε τις απαντήσεις ο ίδιος. Από την άλλη όμως, οι Άες Σεντάι σπανίως είχαν ανάγκη οίκτου, ενώ ακόμα πιο σπάνια προθυμοποιούνταν να απαντήσουν σε θέματα που δεν επιθυμούσαν. Την επόμενη στιγμή, η Μπερελαίν ήταν και πάλι όλο χαμόγελα και κέφι, αν κι η οσμή της αποφασιστικότητας αιωρούνταν γύρω της, συντρίβοντας την οσμή του φόβου. «Ο νεαρός Άραμ μάς έλεγε για τον Σκοτεινόκαρδο, που καλπάζει στο δάσος με το Τρελό Κυνήγι, Άρχοντα Πέριν. Πιστεύεις πως ισχύει κάτι τέτοιο; Θυμάμαι ότι άκουγα παρόμοιες ιστορίες από την νταντά μου». Η φωνή της ήταν ανάλαφρη, εύθυμη και βαθιά. Ο Άραμ αναψοκοκκίνισε και μερικοί από τους άντρες, λίγο πιο πέρα, άρχισαν να γελούν.

Τα γέλια κόπηκαν όμως, μόλις ο Πέριν τούς έδειξε τα χνάρια πάνω στην πέτρινη πλάκα.

7

Ο Γρίφος του Σιδηρουργού

Το γέλιο κόπηκε απότομα και στο πρόσωπο του Άραμ χαράχτηκε ένα αυτάρεσκο μειδίαμα, ενώ η πρότερη οσμή του φόβου του είχε χαθεί. Θα έλεγε κανείς πως είχε προσέξει από νωρίς τα ίχνη και γνώριζε περί τίνος επρόκειτο. Ωστόσο, κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο προσποιητό του χαμόγελο, ούτε καν στην εξήγηση του Πέριν ότι τα Σκοτεινόσκυλα είχαν φύγει από ώρα. Όλοι κοιτούσαν με δέος τα τεράστια σκυλίσια χνάρια που είχαν αποτυπωθεί στην πέτρινη επιφάνεια. Φυσικά, ο Πέριν δεν μπορούσε να τους αναφέρει πώς τα είχε μάθει όλα αυτά, αλλά κανείς δεν φάνηκε να το προσέχει. Μια λοξή πρωινή ηλιαχτίδα έπεφτε ακριβώς πάνω στην γκρίζα επιφάνεια, φωτίζοντάς την πλήρως. Ο Γοργοπόδης είχε συνηθίσει τη μυρωδιά του καμένου θειαφιού, η οποία ολοένα υποχωρούσε —ευτυχώς, απλώς ρουθούνιζε και τέντωνε προς τα πίσω τα αυτιά του— αλλά τα υπόλοιπα άλογα απέφευγαν την κυρτή πέτρα. Εκτός του Πέριν, κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορούσε να ανιχνεύσει την οσμή αυτή, κι οι περισσότεροι γρύλιζαν, εκνευρισμένοι με τη δύστροπη συμπεριφορά των αλόγων τους, παρατηρώντας τα παράξενα σημάδια πάνω στην πέτρα σαν να ήταν αξιοπερίεργο θέαμα κάποιου περιπλανώμενου θιάσου.

Η πλαδαρή υπηρέτρια της Μπερελαίν ούρλιαξε μόλις είδε τα ίχνη, μετακινούμενη τόσο άγαρμπα, ώστε κόντεψε να πέσει από τη σέλα της φοράδας με τη στρογγυλή κοιλιά, η οποία έδειχνε σημάδια νευρικότητας, αλλά η Μπερελαίν ζήτησε αφηρημένα από την Ανούρα να ασχοληθεί με την υπηρέτρια, ενώ η ίδια κοιτούσε τα χνάρια ανέκφραστη σαν να ήταν επίσης Άες Σεντάι. Τα χέρια της, ωστόσο, κρατούσαν σφιχτά τα γκέμια, μέχρι που το λεπτό κόκκινο πετσί άρχισε να ασπρίζει πάνω στις αρθρώσεις της. Ο Μπερτάιν Γκαλίν, ο Άρχοντας Ηγέτης των Φτερωτών Φρουρών, στην άλικη περικεφαλαία του οποίου υπήρχαν ανάγλυφα φτερά και πετάγονταν τρία λεπτά πορφυρά λοφία, είχε σήμερα τον προσωπικό έλεγχο της σωματοφυλακής της Μπερελαίν. Σπιρούνισε το μουνούχι του για να πλησιάσει την πλάκα, ξεπέζεψε πατώντας στο χιόνι που του έφτανε έως το γόνατο, κι αφαίρεσε το κράνος του για να κοιτάξει βλοσυρός την πέτρινη επιφάνεια με το ένα του μάτι. Ένα πορφυρό πέτσινο μπάλωμα κάλυπτε την άδεια κόγχη του άλλου ματιού, ο ιμάντας του οποίου περνούσε μέσα από τα ψαρά του μαλλιά, που έφταναν έως τους ώμους. Πήρε μια έκφραση που υποδήλωνε ότι προέβλεπε φασαρίες, αλλά ούτως ή άλλως ο Μπερτάιν φανταζόταν πρώτα τα χειρότερα. Ο Πέριν υπέθετε πως ήταν καλύτερο για έναν στρατιώτη να βλέπει την άσχημη πλευρά, παρά να είναι μονίμως αισιόδοξος.

Κι η Μασούρι ξεπέζεψε, αλλά δεν είχε προλάβει καλά-καλά να πατήσει στο έδαφος και σταμάτησε, κρατώντας σε ένα γαντοφορεμένο χέρι τα γκέμια του διάστικτου ζώου της, παρατηρώντας με αβεβαιότητα τις τρεις μελαψές —ηλιοκαμένες, θα ’λεγες— Αελίτισσες. Μερικοί Μαγιενοί στρατιώτες άρχισαν να μουρμουρίζουν ανήσυχα, αν και θα πρέπει να το είχαν συνηθίσει πια. Η Ανούρα έκρυψε το πρόσωπό της βαθύτερα μέσα στην γκρίζα κουκούλα της, λες και δεν ήθελε με τίποτα να δει την πλάκα, και ταρακούνησε την υπηρέτρια της Μπερελαίν με δύναμη. Η γυναίκα την κοίταξε εμβρόντητη, με γουρλωμένα μάτια. Η Μασούρι, από την άλλη, περίμενε πλάι στη φοράδα της με προσποιητή υπομονή, η οποία χαλούσε μόνο από το ότι έστρωνε διαρκώς με το χέρι την κοκκινωπή φούστα του μεταξένιου φορέματος ιππασίας σαν να μην είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε γύρω της. Οι Σοφές αντάλλασσαν σιωπηλές ματιές ανέκφραστες, όπως οι αδελφές. Η Καρέλ στεκόταν πλάι στη Νέβαριν, μια κοκαλιάρα πρασινομάτα, κι από την άλλη, στεκόταν η Μαρλίν. Τα μάτια της, στο χρώμα του βαθυγάλαζου λυκόφωτος, και τα μαύρα μαλλιά της την καθιστούσαν σπάνια ανάμεσα στις Αελίτισσες, ενώ δεν ήταν εξ ολοκλήρου καλυμμένη με την εσάρπα. Ήταν κι οι τρεις ψηλές όσο κάποιοι άντρες, κι έδειχναν ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερες του Πέριν, αλλά καμιά τους δεν θα κατάφερνε να δείχνει ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση αν δεν ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ’ όσο μαρτυρούσαν τα πρόσωπά τους. Παρά τα μακριά περιδέραια και τα βαριά βραχιόλια από χρυσάφι και φίλντισι, οι σκούρες βαριές φούστες τους κι οι σκουρόχρωμες εσάρπες, που έκρυβαν σχεδόν εντελώς τις λευκές μπλούζες, τις έκαναν να μη διαφέρουν πολύ από αγρότισσες, αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος έκανε κουμάντο ανάμεσα στις ίδιες και τις Άες Σεντάι. Μερικές φορές, μάλιστα, θα αμφέβαλλε κανείς για το ποιος έκανε κουμάντο ανάμεσα στις ίδιες και τον Πέριν.