Выбрать главу

Τελικά, η Νέβαριν ένευσε. Και χαμογέλασε ζεστά κι επιδοκιμαστικά. Ο Πέριν δεν την είχε δει ποτέ να χαμογελά. Όχι ότι η Νέβαριν κυκλοφορούσε κατηφής, αλλά συνήθως όλο και κάποιον έψαχνε να επιπλήξει.

Μόλις η Μασούρι πρόσεξε το νεύμα της Νέβαριν, έδωσε τα γκέμια σ’ έναν από τους στρατιώτες. Ο Πρόμαχός της δεν φαινόταν πουθενά — αυτό ήταν μάλλον δουλειά των Σοφών. Ο Ροβέρ συνήθως δεν ξεκολλούσε από πάνω της. Ανασηκώνοντας τη διχαλωτή της φούστα, η Μασούρι διέσχισε το χιόνι, το οποίο βάθαινε όλο και περισσότερο καθώς πλησίαζε την πέτρα. Πέρασε τα χέρια της πάνω από τα χνάρια, διαβιβάζοντας προφανώς, αν και δεν συνέβη κάτι ορατό στα μάτια του Πέριν. Οι Σοφές την παρακολουθούσαν στενά· φυσικά, οι υφάνσεις ήταν ορατές στα δικά τους μάτια. Η Ανούρα δεν έμοιαζε να πολυενδιαφέρεται. Οι άκρες από τις στενές πλεξούδες της Γκρίζας αδελφής συσπάστηκαν, σαν να κουνούσε το κεφάλι της μέσα στην κουκούλα, και μετακίνησε το άλογό της πίσω από την υπηρέτρια, έξω από το οπτικό πεδίο των Σοφών, μολονότι έτσι απομακρύνθηκε από την Μπερελαίν, η οποία, θα σκεφτόταν κάποιος, ίσως να χρειαζόταν τη συμβουλή της. Η Ανούρα πράγματι απέφευγε όσο πιο πολύ μπορούσε τις Σοφές.

«Πολλές σπιτικές ιστορίες κυκλοφορούν τελευταία», μουρμούρισε ο Γκαλίν, τραβώντας το μουνούχι του μακριά από την πέτρα και λοξοκοιτώντας προς τη μεριά της Μασούρι. Μπορεί να σεβόταν τις Άες Σεντάι, όμως ελάχιστοι άντρες επιθυμούσαν να βρίσκονται κοντά σε μια Άες Σεντάι εν ώρα διαβίβασης. «Αν και δεν έχω ιδέα γιατί εκπλήσσομαι, έπειτα απ’ όσα είδα από τότε που ’φυγα απ’ το Μαγιέν». Η Μασούρι, απόλυτα συγκεντρωμένη στα ίχνη, δεν φάνηκε να τον προσέχει.

Οι έφιπποι λογχοφόροι αναδεύτηκαν, λες και δεν πίστευαν στα ίδια τους τα μάτια μέχρι να το επιβεβαιώσει ο ίδιος ο διοικητής τους, και μερικοί άρχισαν να αποπνέουν οσμή ταραχής και φόβου, σαν να περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τα Σκοτεινόσκυλα να ξεπηδήσουν μέσα από τις σκιές. Ο Πέριν δεν μπορούσε να διακρίνει εύκολα ξεχωριστές μυρωδιές ανάμεσά τους, αλλά αυτή η ταγκίλα της ταραχής παραήταν έντονη για να προέρχεται μόνο από λίγους.

Ο Γκαλίν φάνηκε να διαισθάνεται αυτό που οσμιζόταν ο Πέριν. Μπορεί να είχε τα ελαττώματά του, αλλά διοικούσε στρατιώτες εδώ και πολύ καιρό. Κρέμασε την περικεφαλαία του στη λαβή του μακρόστενου ξίφους του και μειδίασε. Το μπάλωμα πάνω στο μάτι του του προσέδιδε αγριωπή όψη, κάνοντάς τον να μοιάζει με άνθρωπο που θεωρεί τον θάνατο αστείο και που περιμένει κι από τους άλλους να τον θεωρούν έτσι. «Αν μας ενοχλήσουν τα Μαύρα Σκυλιά, θα αλατίσουμε τα αυτιά τους», ανήγγειλε με στεντόρεια και σθεναρή φωνή. «Έτσι δεν γίνεται στις ιστορίες; Ρίχνεις λίγο αλάτι στα αυτιά τους, κι αυτά εξαφανίζονται». Κάποιοι λογχοφόροι γέλασαν, αν και το μίασμα του φόβου δεν λιγόστεψε διόλου. Άλλο οι σπιτικές ιστορίες, κι άλλο να τις ζεις στην πραγματικότητα.

Ο Γκαλίν οδήγησε το μαύρο άλογό του προς το μέρος της Μπερελαίν κι ακούμπησε το γαντοφορεμένο χέρι του στον λαιμό του καστανοκόκκινου ζώου της. Έριξε μια εξεταστική ματιά στον Πέριν κι εκείνος την ανταπέδωσε, αρνούμενος να εκλάβει το υπονοούμενο. Ό,τι κι αν είχε να πει αυτός ο άντρας, ας το έλεγε μπροστά στον ίδιο και στον Άραμ. Ο Γκαλίν αναστέναξε. «Η γαλήνη θα επανέλθει, Αρχόντισσά μου», άρχισε μαλακά, «αλλά είναι γεγονός ότι η θέση μας είναι επισφαλής. Είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς κι οι προμήθειες μας τελειώνουν. Τα Σκιογεννήματα θα χειροτέρευαν την κατάσταση. Έχω καθήκον απέναντι σου κι απέναντι στο Μαγιέν, Αρχόντισσά μου, και με όλο τον σεβασμό απέναντι στον Άρχοντα Πέριν, ίσως θα επιθυμούσες να τροποποιήσεις τα σχέδιά σου». Ο Πέριν αισθάνθηκε να πλημμυρίζει από οργή —αυτός ο άνθρωπος ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Φάιλε!— αλλά η Μπερελαίν τον πρόλαβε και μίλησε.