Δεν είναι ανόητος, υπενθύμισε στον εαυτό της. Άρα, λοιπόν; Και γιατί αυτή η συμπεριφορά απέναντι στην Τοβέιν; Πόσο ραδιούργα είναι αυτή η γυναίκα;
Άξαφνα, η Τοβέιν έστρεψε αυτό το φαινομενικά θερμό χαμόγελο προς το μέρος της και, όταν μίλησε, ήταν σαν να απαντούσε φωναχτά τουλάχιστον σε μία από τις ερωτήσεις της Γκαμπρέλ. «Μ’ εσένα δίπλα», μουρμούρισε μέσα από τους αχνούς της ανάσας της, «ούτε καν με προσέχει. Πλέον, είναι δικός σου αιχμάλωτος, αδελφή».
Η Γκαμπρέλ αιφνιδιάστηκε κι αναψοκοκκίνισε παρά τη θέλησή της. Η Τοβέιν συνήθως δεν έπιανε κουβέντα, οπότε το να αναφέρει ότι δεν ενέκρινε τη σχέση της Γκαμπρέλ με τον Λογκαίν αποσκοπούσε στον δραστικό υποβιβασμό του γεγονότος. Ήταν προφανές πως, αν τον ξελόγιαζε, θα έβρισκε τρόπο να τον πλησιάσει για να μάθει τα σχέδια του και τις αδυναμίες του. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν ήταν πράγματι Άσα’μαν, η ίδια ήταν Άες Σεντάι πολύ πριν εκείνος γεννηθεί, και δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι ήταν εντελώς αθώα στο θέμα των ανδρών. Ο Λογκαίν είχε εκπλαγεί τόσο μόλις αντιλήφθηκε τι έκανε, που η Γκαμπρέλ πίστεψε σχεδόν πως αυτός ήταν ο αθώος. Τι ανόητη που ήταν... Ο ρόλος της Ντομανής αποδείχτηκε γεμάτος εκπλήξεις αλλά και μερικούς λάκκους. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι επρόκειτο για μια παγίδα που δεν Θα μπορούσε ποτέ να αποκαλύψει σε κανέναν. Κάτι που φοβόταν πως η Τοβέιν γνώριζε ήδη, εν μέρει τουλάχιστον. Από την άλλη, όποια αδελφή την ακολουθούσε, έπρεπε να ξέρει, και θαρρούσε πως ήταν κάμποσες εκείνες που το ήξεραν ήδη. Ασφαλώς, καμιά τους δεν είχε κάνει σχόλιο επ’ αυτού, ούτε επρόκειτο. Ο Λογκαίν είχε τη δυνατότητα να καλύψει τον δεσμό με κάπως πρόχειρο τρόπο, επιτρέποντας στην ίδια να τον ανακαλύψει, όσο καλά κι αν έκρυβε τα συναισθήματά του, αλλά μερικές φορές, όταν μοιράζονταν το ίδιο μαξιλάρι, ο Λογκαίν άφηνε την προκάλυψη να ξεγλιστρήσει. Τα αποτελέσματα ήταν το λιγότερο... ισοπεδωτικά. Η συγκράτηση, η ηρεμία κι η ορθολογική μελέτη του θέματος απουσίαζαν. Όπως κι η λογική.
Εσπευσμένα, επανάφερε στο μυαλό της την εικόνα του χιονισμένου τοπίου και συγκεντρώθηκε επάνω της. Δέντρα, ογκόλιθοι κι απαλό, κατάλευκο χιόνι. Απαλό και παγωμένο χιόνι.
Ο Λογκαίν έπαψε να κοιτάει προς το μέρος της, χωρίς να δίνει την παραμικρή εντύπωση πως ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, αλλά ο δεσμός τής έλεγε πως ήταν ενήμερος της στιγμιαίας έλλειψης ελέγχου εκ μέρους της. Ο άνθρωπος ξεχείλιζε από αυταρέσκεια! Και ικανοποίηση! Λίγο ακόμα, και θα άρχιζε να βράζει από το κακό της, κάτι που το περίμενε κι ο ίδιος, που να τον πάρει και να τον σηκώσει! Ο Λογκαίν έπρεπε να μάθει τα συναισθήματα που λάμβανε η γυναίκα εκ μέρους του. Ωστόσο, αν άφηνε τον θυμό της να ξεσπάσει, ο τύπος θα το διασκέδαζε! Και δεν προσπαθούσε καν να το κρύψει!
Η Γκαμπρέλ παρατήρησε πως η Τοβέιν είχε ένα ανάλαφρο χαμόγελο ικανοποίησης χαραγμένο στο πρόσωπό της, αλλά δεν είχε στη διάθεσή της πάνω από ένα λεπτό να αναρωτηθεί γιατί.
Όλο το πρωί ήταν μόνοι τους, όμως τώρα άλλος ένας καβαλάρης φάνηκε να βγαίνει από τα δέντρα, ένας άντρας χωρίς μανδύα και ντυμένος στα μαύρα, που έστρεψε το άλογό του προς το μέρος τους μόλις τους είδε και το σπιρούνισε στα πλευρά για να το κάνει να κινηθεί γρηγορότερα, παρά το χιόνι. Ο Λογκαίν τράβηξε τα ηνία του αλόγου του και τον περίμενε, σαν την προσωποποίηση της ηρεμίας, κι η Γκαμπρέλ κοκάλωσε καθώς έφερε το άλογά της πλάι στο δικό του. Τα αισθήματα που μεταβιβάζονταν μέσω του δεσμού είχαν αλλάξει. Τώρα, έμοιαζαν περισσότερο με ό,τι θα ένιωθε ένας λύκος έτοιμος να χιμήξει. Περίμενε να δει τα γαντοφορεμένα χέρια του Λογκαίν πάνω στη λαβή του σπαθιού του, όχι χαλαρωμένα στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του.
Ο νεοφερμένος ήταν σχεδόν εξίσου ψηλός με τον Λογκαίν, με χρυσαφιά μαλλιά, που έπεφταν κυματιστά στους φαρδιούς ώμους του, κι ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Η Γκαμπρέλ υποψιάστηκε πως κι ο ίδιος είχε επίγνωση της σαγήνης αυτού του χαμόγελου. Ήταν πολύ όμορφος για να μην το καταλαβαίνει, πολύ πιο όμορφος από τον Λογκαίν. Το αμόνι της ζωής είχε σκληρύνει το πρόσωπο του Λογκαίν, κάνοντάς το τραχύτερο, ενώ αυτός ο νεαρός έμοιαζε καλοζωισμένος ακόμα. Ωστόσο, το Ξίφος κι ο Δράκοντας κοσμούσαν το κολάρο του πανωφοριού του. Κοίταξε εξεταστικά τις δύο αδελφές, με μάτια γαλανά και λαμπερά. «Τις βάζεις και τις δύο στο κρεβάτι, Λογκαίν;» είπε με βαθιά φωνή. «Η πλαδαρή μού φαίνεται κάπως ψυχρή, αλλά η άλλη θα πρέπει να είναι αρκετά θερμή».