Η Τοβέιν σύρισε γεμάτη θυμό, ενώ το σαγόνι της Γκαμπρέλ σφίχτηκε. Δεν κρατούσε μυστικά όσα έκανε —άλλωστε, δεν ήταν Καιρχινή, για να ντύνει με μυστικότητα όλα αυτά για τα οποία ντρεπόταν δημοσίως— αλλά αυτό δεν σήμαινε πως θα δεχόταν ειρωνείες από αυτόν τον άντρα. Και το χειρότερο; Ο τύπος μιλούσε λες κι απευθυνόταν σε ξετσίπωτες από κανένα χάνι!
«Μη σ’ ακούσω να το ξαναλές αυτό, Μισρέιλ», απάντησε ήρεμα ο Λογκαίν, ενώ η Γκαμπρέλ συνειδητοποίησε πως ο δεσμός είχε αλλάξει πάλι. Τώρα, ήταν παγερός. Τόσο παγερός, που το χιόνι, συγκριτικά, έμοιαζε ζεστό. Ακόμα κι ένας τάφος θα φάνταζε ζεστός. Άταλ Μισρέιλ. Είχε ξανακούσει το όνομα κι ένιωσε αμέσως τη δυσπιστία του Λογκαίν μόλις το πρόφερε —μια δυσπιστία πολύ μεγαλύτερη από εκείνη απέναντι στην ίδια ή την Τοβέιν— αλλά υπήρχε και μια έντονη επιθυμία να σκοτώσει. Καταντούσε σχεδόν κωμικό. Ο άντρας αυτός την κρατούσε αιχμάλωτη, αλλά ταυτόχρονα ήταν έτοιμος να αντιδράσει βίαια προκειμένου να υπερασπίσει την υπόληψή της! Ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να σκάσει στα γέλια, αλλά προτίμησε να μη δώσει περαιτέρω σημασία. Κι η παραμικρή πληροφορία μπορεί να αποδεικνυόταν χρήσιμη.
Ο νεαρός άντρας δεν φάνηκε να υπολογίζει την απειλή. Το χαμόγελό του δεν κλονίστηκε ούτε στο ελάχιστο. «Ο Μ’Χαήλ λέει πως μπορείς να φύγεις, αν θέλεις. Δεν καταλαβαίνει γιατί εξακολουθείς να στρατολογείς κόσμο».
«Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό», αποκρίθηκε με επίπεδη φωνή ο Λογκαίν.
Η Γκαμπρέλ αντάλλαξε ματιές γεμάτες απορία με την Τοβέιν. Γιατί ο Λογκαίν επέμενε στη στρατολόγηση; Είχαν δει ομάδες Άσα’μαν να επιστρέφουν, όλοι ξεθεωμένοι από το Ταξίδεμα σε μεγάλες αποστάσεις, βρώμικοι κι ευέξαπτοι. Φαίνεται πως όσοι ανήγγελλαν με τυμπανοκρουσίες την έλευση του Αναγεννημένου Δράκοντα, δεν τύγχαναν θερμής υποδοχής, ακόμα και προτού μάθαινε κάποιος τι σκόπευαν να κάνουν στην πραγματικότητα. Και γιατί η ίδια κι η Τοβέιν το πληροφορήθηκαν μόλις τώρα; Θα ορκιζόταν πως ο Λογκαίν τής είχε αναφέρει τα πάντα στο κρεβάτι.
Ο Μισρέιλ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Υπάρχουν πολλοί Αφοσιωμένοι και στρατιώτες που μπορούν να ασχοληθούν με κάτι τέτοιο. Υποθέτω, βέβαια, πως βαριέσαι να καταπιάνεσαι συνεχώς με την εκπαίδευση. Να μαθαίνεις τους ηλίθιους πώς να κινούνται κρυφά μέσα στα δάση και πώς να σκαρφαλώνουν γκρεμούς, λες και δεν μπορούν να διαβιβάσουν καθόλου. Ακόμα κι ένα χωριό γεμάτο μυγοχέσματα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση». Το χαμόγελό του μετατράπηκε σε έκφραση δυσαρέσκειας, μια έκφραση γεμάτη περιφρόνηση και διόλου ελκυστική. «Ίσως, αν παρακαλέσεις τον Μ’Χαήλ, να σ’ αφήσει να παρακολουθήσεις τα μαθήματά του στο παλάτι. Εκεί, σίγουρα δεν θα βαρεθείς».
Η έκφραση στο πρόσωπο του Λογκαίν δεν άλλαξε, όμως η Γκαμπρέλ αισθάνθηκε ένα έντονο τσίμπημα οργής να διαπερνά τον δεσμό. Όλο και κάτι είχε πάρει το αυτί της σχετικά με τον Μάζριμ Τάιμ και τα ιδιαίτερα μαθήματά του, αλλά το μόνο που ήξεραν σίγουρα οι αδελφές ήταν ότι ο Λογκαίν κι οι παλιόφιλοί του δεν εμπιστεύονταν καθόλου τον Τάιμ, ούτε όσους παρακολουθούσαν τα μαθήματά του, κι ο Τάιμ, με τη σειρά του, δεν εμπιστευόταν τον Λογκαίν. Δυστυχώς, αυτά που μπορούσαν να πληροφορηθούν οι αδελφές από τα μαθήματα ήταν περιορισμένα. Καμία δεν ήταν δεσμευμένη με άντρα της κλίκας του Τάιμ. Μερικοί νόμιζαν πως η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης οφειλόταν στο ότι καθένας από τους δύο άντρες είχε ισχυριστεί πως ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αυτό δε ίσως να ήταν ένδειξη της παράνοιας που επέφερε στους άντρες η διαβίβαση. Δεν είχε εντοπίσει καμία ένδειξη τρέλας στον Λογκαίν — άλλωστε, τον παρακολουθούσε στενά για τυχόν σημάδια που θα έδειχναν ότι ήταν έτοιμος να διαβιβάσει. Αν εξακολουθούσε να είναι δεσμευμένη μαζί του όταν εκείνος θα τα έχανε, μπορεί να επηρεαζόταν και το δικό της μυαλό. Ωστόσο, ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε διασπάσει τις τάξεις των Άσα’μαν, έπρεπε να αξιοποιηθεί.
Το χαμόγελο του Μισρέιλ άρχισε να σβήνει καθώς ο Λογκαίν τον κοίταζε. «Καλή διασκέδαση με τα μυγοχέσμαχα», του είπε τελικά, τραβώντας τα γκέμια του αλόγου του για να αλλάξει κατεύθυνση. Ένα απότομο σπιρούνισμα ανάγκασε το ζώο να πεταχτεί μπροστά, καθώς ο άντρας φώναζε πάνω από τον ώμο του: «Κάποιους μάς περιμένει η δόξα, Λογκαίν».
«Μάλλον δεν θα απολαύσει για πολύ τον Δράκοντά του», μουρμούρισε ο Λογκαίν, παρακολουθώντας τον άντρα να απομακρύνεται καλπάζοντας. «Η γλώσσα του πάει ροδάνι». Η Γκαμπρέλ αμφέβαλλε αν το σχόλιο απευθυνόταν στην ίδια και την Τοβέιν, αλλά τι άλλο μπορεί να εννοούσε; Και γιατί φάνηκε τόσο ανήσυχος ξαφνικά; Το έκρυβε βέβαια πολύ καλά, δεδομένου του δεσμού, αλλά ήταν όντως ανήσυχος. Μα το Φως, κάποιες φορές το να ξέρεις τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι ενός άντρα μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα!