Выбрать главу

Ξαφνικά, ο Λογκαίν έστρεψε τη ματιά του προς τη μεριά της και προς τη μεριά της Τοβέιν, κοιτώντας τες εξεταστικά. Ένα καινούργιο ίχνος ενδιαφέροντος κύλησε στον δεσμό. Αφορούσε στις ίδιες, άραγε; Ή —να μια αλλόκοτη σκέψη— απευθυνόταν στις ίδιες;

«Φοβάμαι πως πρέπει να διακόψουμε τη βόλτα μας», είπε μια στιγμή αργότερα. «Πρέπει να κάνω κάποιες ετοιμασίες».

Απέφυγε να καλπάσει βιαστικά, αλλά η επιστροφή στο χωριό όπου εκπαιδεύονταν οι άντρες έγινε με σαφώς γρηγορότερο ρυθμό από πριν. Κάπου είχε εστιάσει τη σκέψη του. Η Γκαμπρέλ υποψιάστηκε πως κάτι τον απασχολούσε. Ο δεσμός σχεδόν απηχούσε την προσπάθειά του, τόσο που θα πρέπει να ίππευε ενστικτωδώς.

Δεν είχαν απομακρυνθεί καλά-καλά, κι η Τοβέιν σίμωσε με το άλογά της την Γκαμπρέλ. Έγειρε πάνω στη σέλα της και προσπάθησε να καρφώσει την Γκαμπρέλ μ’ ένα έντονο βλέμμα, ρίχνοντας συγχρόνως πεταχτές ματιές προς το μέρος του Λογκαίν, λες και φοβόταν μήπως ο άντρας μπορεί να κοιτούσε προς τα πίσω και να τις έβλεπε να μιλάνε. Φαίνεται πως ποτέ της δεν έδινε προσοχή σε όσα της αποκάλυπτε ο δεσμός. Η συνδυασμένη αυτή προσπάθεια την έκανε να χοροπηδάει σαν μαριονέτα, κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί.

«Πρέπει να πάμε μαζί του», ψιθύρισε η Κόκκινη. «Πρέπει να το φροντίσεις, όποιο κι αν είναι το τίμημα». Η Γκαμπρέλ ανασήκωσε τα φρύδια της κι η Τοβέιν αφέθηκε σε ένα γοητευτικό κοκκίνισμα, μολαταύτα συνέχισε να είναι επίμονη. «Είναι ανεπίτρεπτο να ξεμείνουμε πίσω», είπε βεβιασμένα και με κομμένη την ανάσα. «Αυτός ο άνθρωπος δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες του όταν ήρθε εδώ. Δεν θα μπορέσουμε να παρέμβουμε σε όποια ποταπότητα σχεδιάζει, εκτός αν είμαστε παρούσες στην προσπάθειά του».

«Έννοια σου και μπορώ να δω τι γίνεται μπροστά στη μύτη μου», απάντησε κοφτά η Γκαμπρέλ κι αισθάνθηκε ανακούφιση όταν η Τοβέιν απλώς ένευσε και σιώπησε. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να ελέγξει τον φόβο που θέριευε μέσα της. Άραγε, η Τοβέιν δεν αναλογίστηκε ποτέ τι ήταν αυτό που αισθανόταν μέσω του δεσμού; Κάτι που ανέκαθεν βρισκόταν εκεί και που είχε άμεση σχέση με τον Λογκαίν —αποφασιστικότητα ίσως— τώρα είχε σκληρύνει κι είχε γίνει κοφτερό σαν μαχαίρι. Πίστευε πως αυτή τη φορά καταλάβαινε τι εννοούσε, κι αισθάνθηκε το στόμα της να ξεραίνεται εξαιτίας αυτής της γνώσης. Ήταν σίγουρη πως ο Λογκαίν Άμπλαρ θα κήρυσσε σύντομα πόλεμο, αλλά δεν είχε ιδέα εναντίον τίνος.

Κατεβαίνοντας αργά έναν από τους πλατιούς διαδρόμους που στριφογύριζε όμορφα μέσα στον Λευκό Πύργο, η Γιουκίρι αισθανόταν νευρική σαν πεινασμένη γάτα. Ούτε που άκουγε τι της έλεγε η αδελφή που περπατούσε απαλά πλάι της. Το πρωινό ήταν ακόμα θολό, μια και το χιόνι που έπεφτε βαρύ στην Ταρ Βάλον σκοτείνιαζε το πρώτο φως της αυγής, ενώ τα μεσοδιαστήματα του Πύργου ήταν παγωμένα σαν τον χειμώνα στις Μεθόριους. Εντάξει, ίσως λιγότερο, σκέφτηκε ένα λεπτό αργότερα. Είχε αρκετά χρόνια να βρεθεί τόσο βόρεια, κι όσα η μνήμη δεν μπορεί να θάψει, συνήθως τα διογκώνει. Να γιατί τα γραπτά αρχεία είχαν τόση σημασία. Εκτός, φυσικά, αν δεν τολμάς να καταγράψεις τίποτα. Πάντως, έκανε κρύο. Παρά την επιδεξιότητα και την τέχνη των αρχαίων μαστόρων, η ζέστη των μεγάλων φούρνων του υπογείου δεν έφτανε τόσο ψηλά. Τα ρεύματα έκαναν τις φλόγες να χορεύουν πάνω στους επιχρυσωμένους ορθοστάτες. Μερικά, μάλιστα, ήταν τόσο ισχυρά, ώστε ανάδευαν τις βαριές ταπισερί που απλώνονταν κατά μήκος των άσπρων τοίχων απεικονίζοντας εαρινά άνθη, δασώδεις περιοχές κι εξωτικά ζώα και πουλιά, που εναλλάσσονταν με θριαμβευτικές σκηνές του Πύργου, οι οποίες ουδέποτε θα εκτίθεντο στους δημόσιους χώρους, κάτω. Τα διαμερίσματά της, με τα ζεστά τζάκια, σίγουρα θα ήταν πολύ πιο άνετα κάποτε.

Τα νέα από τον έξω κόσμο τάραζαν το μυαλό της, παρά τις προσπάθειές της να μην τα σκέφτεται. Ακόμα συχνότερη, όμως, ήταν η έλλειψη συγκεκριμένων νέων. Όσα ανέφεραν οι πράκτορες από την Αλτάρα και το Άραντ Ντόμαν ήταν συγκεχυμένες ειδήσεις, ενώ οι ελάχιστες αναφορές που διέρρεαν από το Τάραμπον ήταν τρομακτικές. Οι φήμες ήθελαν τους ηγέτες των Μεθορίων να βρίσκονται παντού, από τη Μάστιγα έως το Άντορ, κι από την Αμαδισία έως την Ερημιά του Άελ. Το μόνο επιβεβαιωμένο γεγονός ήταν όχι κανείς τους δεν βρισκόταν εκεί όπου θα ’πρεπε να βρίσκεται λογικά, δηλαδή στο Σταχτοσύνορο. Οι Αελίτες ήταν παντού κι, απ’ ό,τι φαινόταν, είχαν απαγκιστρωθεί από τον έλεγχο του αλ’Θόρ, αν υποθέσουμε όχι ήταν ποτέ υπό τον έλεγχό του. Τα πρόσφατα νέα από το Μουράντυ την έκαναν να θέλει να ουρλιάξει και να κλάψει συγχρόνως, ενώ στην Καιρχίν...! Οι αδελφές είχαν κατακλύσει το Παλάτι του Ήλιου. Κάποιες εξ αυτών ήταν ύποπτες για εξέγερση, ενώ καμία δεν φημιζόταν για την αφοσίωσή της, ωστόσο ούτε λέξη από την Κόιρεν και την αντιπροσωπεία της από τότε που είχαν αναχωρήσει από την πόλη, αν και θα έπρεπε να έχουν επιστρέψει προ πολλού στην Ταρ Βάλον. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο ίδιος ο αλ’Θόρ είχε εξαφανιστεί σαν σαπουνόφουσκα. Άραγε, ήταν αληθινές οι ιστορίες που ανέφεραν πως είχε καταστρέψει σχεδόν το Παλάτι του Ήλιου; Μα το Φως, αποκλείεται να είχε τρελαθεί ήδη! Μήπως η βλακώδης προσφορά «προστασίας» από πλευράς Ελάιντα τον είχε φοβίσει και κρυβόταν; Πώς ήταν δυνατόν να τον φοβίζει κάτι; Αντιθέτως, εκείνος φόβιζε τόσο την ίδια όσο κι ολόκληρη την Αίθουσα, αφήνοντάς τες να φαντάζονται τα πάντα για το άτομό του.