Выбрать главу

Το μόνο σίγουρο ήταν πως τίποτε απ’ αυτά δεν είχε την παραμικρή σημασία, αλλά η επίγνωση αυτού δεν βελτίωνε ούτε στο ελάχιστο τη διάθεσή της.

Η ανησυχία μήπως πιαστείς σε παγίδα από τριαντάφυλλα, ακόμα κι αν ξέρεις πως τα αγκάθια θα σε σκοτώσουν τελικά, είναι πολυτέλεια, όταν η αιχμή ενός μαχαιριού σού πιέζει μονίμως τα πλευρά.

«Κάθε φορά που άφηνε τον Πύργο την τελευταία δεκαετία, το έκανε για προσωπικούς λόγους, επομένως δεν υπάρχουν τρέχοντα αρχεία να ελέγξει κανείς», μουρμούρισε η σύντροφός της. «Είναι πολύ δύσκολο να μάθει κανείς πότε βρισκόταν εκτός Πύργου και ταυτόχρονα να παραμείνει... εχέμυθος». Τα χρυσοκάστανα μαλλιά της Μεϊντάνι στηρίζονταν προς τα πίσω με φιλντισένια χτενάκια. Ήταν ψηλή κι αρκετά λεπτοκαμωμένη για να χάνει την ισορροπία της εξαιτίας του στήθους της, μια εντύπωση που γινόταν ακόμα πιο έντονη τόσο από το τμήμα του σκούρου ασημένιου, δαντελωτού της μπούστου, όσο κι από τον γερτό τρόπο που περπατούσε για να φέρει το στόμα της στο ίδιο επίπεδο με το αυτί της Γιουκίρι. Το επώμιό της ήταν τυλιγμένο στους καρπούς της, ενώ τα μακριά γκρίζα κρόσσια σέρνονταν στις πλάκες του δαπέδου.

«Ίσιωσε το κορμί σου», γρύλισε σιγανά η Γιουκίρι. «Δεν έχουν βουλώσει τα αυτιά μου».

Η γυναίκα τινάχτηκε απότομα και κορδώθηκε, ενώ ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στόλισε τα μάγουλά της. Τραβώντας το επώμιο λίγο ψηλότερα στα μπράτσα της, η Μεϊντάνι έριξε μια κλεφτή ματιά πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος του Προμάχου της, του Λίονιν, που ακολουθούσε διακριτικά σε κάποια απόσταση. Ακόμα κι αν άκουγαν αμυδρά το αχνό κουδούνισμα από τις ασημιές καμπανούλες στις μαύρες πλεξούδες του λιπόσαρκου άντρα, αυτός ήταν αδύνατον να ακούσει οτιδήποτε λεγόταν χαμηλόφωνα. Ο άντρας δεν γνώριζε παρά μόνο όσα ήταν απαραίτητα —πολύ λίγα, είναι αλήθεια, πέρα από το ότι η Άες Σεντάι που υπηρετούσε απαιτούσε κάποια πράγματα εκ μέρους του, κι αυτό ήταν αρκετό για κάθε καλό Πρόμαχο— και θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργήσει προβλήματα αν μάθαινε περισσότερα, αλλά δεν ήταν ανάγκη να ψιθυρίζουν κιόλας. Όσοι έβλεπαν δύο ανθρώπους να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, θα ήθελαν να μάθουν ποιο είναι το μυστικό.

Ωστόσο, ο εκνευρισμός της δεν πήγαζε τόσο από την άλλη Γκρίζα, όσο από τον έξω κόσμο, ακόμα κι αν αυτή η γυναίκα δεν ήταν παρά μια κάργια με φτερά κύκνου. Όχι, δεν πήγαζε από εκείνη. Η δήθεν αφοσίωση μιας επαναστάτριας ήταν αρκούντως αηδιαστική, αλλά η Γιουκίρι ήταν στην πραγματικότητα ευχαριστημένη που η Σερίν κι η Πεβάρα την είχαν πείσει να μην παραδώσουν ακόμα τη Μεϊντάνι και τις αδελφές κάργιες στη δικαιοσύνη του Πύργου. Τα φτερά τους ήταν ψαλιδισμένα πλέον κι ήταν χρήσιμες. Ίσως ν’ άξιζαν κάποιο βαθμό επιείκειας όταν θα έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τη δικαιοσύνη. Φυσικά, μόλις θα φανερωνόταν ο όρκος που είχε ψαλιδίσει τα φτερά της Μεϊντάνι, η Γιουκίρι μπορούσε πολύ εύκολα να βρεθεί στη θέση της, ικετεύοντας για επιείκεια. Άσχετα από το αν ήταν επαναστάτριες ή όχι, όσα είχαν κάνει η ίδια κι οι υπόλοιπες στη Μεϊντάνι και τις συμμάχους της ήταν παράνομα και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως έγκλημα, ίσως και προδοσία. Ένας όρκος που αφορούσε σε προσωπική υπακοή —δοσμένος καταναγκαστικά στην ίδια τη Ράβδο των Όρκων— ισοδυναμούσε σχεδόν με Πειθαναγκασμό, πράγμα το οποίο απαγορευόταν ρητά αν δεν είχε ήδη ορισθεί. Βέβαια, μερικές φορές έπρεπε να λερώσεις τον σοβά για να κάψεις τη σφηκοφωλιά, κι οι γυναίκες του Μαύρου Άτζα ήταν όντως σφήκες με δηλητηριώδη κεντριά. Ο νόμος θα επιβαλλόταν αργά ή γρήγορα —δίχως νόμους, δεν γινόταν τίποτα— αλλά, προς το παρόν, έπρεπε να την απασχολεί περισσότερο πώς θα γλίτωνε την πυρά παρά τι είδους τιμωρία θα τους επέβαλλε ο νόμος. Τα πτώματα, άλλωστε, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για ποινές.