Выбрать главу

Ένευσε κοφτά στη Μεϊντάνι, παροτρύνοντάς τη να προχωρήσει, αλλά προτού η δεύτερη προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα της, τρεις Καφετιές πετάχτηκαν από την μπροστινή γωνία που επικοινωνούσε μ’ έναν άλλον διάδρομο, επιδεικνύοντας καμαρωτά τα επώμιά τους, σαν να ήταν Πράσινες. Η Γιουκίρι γνώριζε κάπως τη Μάρις Θόρνχιλ και την Ντορέις Μεσαϊάνος, όπως ακριβώς οι Καθήμενες γνώριζαν αδελφές από άλλα Άτζα που περνούσαν πολύ καιρό στον Πύργο, αλλά πέραν του συσχετισμού κάποιων ονομάτων με πρόσωπα, δεν ήξερε τίποτε άλλο. Αν την πίεζαν, θα τις περιέγραφε ως ευγενικές γυναίκες, απορροφημένες στις μελέτες τους. Η Έλιν Γουάρελ είχε κερδίσει το επώμιο τόσο πρόσφατα, ώστε, ενστικτωδώς, εξακολουθούσε να υποκλίνεται. Αντί όμως να υποκλιθούν σε μια Καθήμενη, απέμειναν κι οι τρεις να χαζεύουν τη Γιουκίρι και τη Μεϊντάνι, σαν γάτες που κοιτάζουν παράξενα σκυλιά. Ή το αντίστροφο. Δεν υπήρχε ίχνος μετριοπάθειας εδώ.

«Θα μπορούσα να σε ρωτήσω σχετικά μ’ ένα σημείο στον νόμο του Άραφελ, Καθήμενη;» ρώτησε η Μεϊντάνι ψύχραιμα, λες κι αυτή ήταν η μόνιμη έγνοια της.

Η Γιουκίρι ένευσε καταφατικά κι η Μεϊντάνι άρχισε την πολυλογία σχετικά με το δικαίωμα αλιείας στα ποτάμια κι όχι στις λίμνες, μια όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη απορία. Ένας δικαστής θα μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει από μια Άες Σεντάι να ακούσει κάποια περίπτωση σχετικά με το δικαίωμα της αλιείας, μόνο όμως για να την εξωθήσει να πει τη γνώμη της σε περίπτωση που στην υπόθεση εμπλέκονταν υψηλά ιστάμενα άτομα κι η ίδια ανησυχούσε μήπως προσέφευγε στον θρόνο.

Οι Καφετιές ακολουθούνταν μόνο από έναν Πρόμαχο —η Γιουκίρι δεν μπορούσε να θυμηθεί αν ανήκε στη Μάρις ή στην Ντορέις— έναν ψωμωμένο τύπο με σκληρό, στρογγυλό πρόσωπο κι έναν μαύρο κόμπο στην κορυφή του κεφαλιού του, ο οποίος κοιτούσε τον Λίονιν και τα ξίφη στην πλάτη του με καχυποψία που σίγουρα είχε κληρονομήσει από την αδελφή του. Το ζευγάρι βημάτιζε αργά στον σπειροειδή διάδρομο, με τα πλαδαρά πηγούνια υψωμένα και τη λεπτόκορμη νεαρή να προχωράει χοροπηδώντας για να μη μείνει πίσω. Ο Πρόμαχος τις ακολουθούσε, αποπνέοντας τον αέρα κάποιου ευρισκόμενου σε εχθρική περιοχή.

Την σήμερον ημέρα, η εχθρότητα δεν ήταν διόλου ασυνήθιστη. Οι αόρατοι τοίχοι που υψώνονταν ανάμεσα στα Άτζα —τόσο λεπτοί κάποτε, ώστε αδυνατούσαν να κρύψουν τα μεταξύ τους μυστικά— είχαν μεταβληθεί τώρα σε πανίσχυρες επάλξεις, περιτριγυρισμένες από τάφρους. Όχι, δεν ήταν απλώς τάφροι αλλά ολόκληρα χάσματα, βαθιά και πλατιά. Οι αδελφές δεν άφηναν ποτέ μόνες τους τα διαμερίσματα των Άτζα τους, συχνά μάλιστα έπαιρναν μαζί τους Προμάχους στη βιβλιοθήκη ή στην τραπεζαρία, φορώντας πάντα τα επώμιά τους, λες και θα μπορούσε κανείς να μαντέψει λανθασμένα σε ποιο Άτζα ανήκαν. Η ίδια η Γιουκίρι φορούσε το καλύτερό της, κεντητό με ασήμι και χρυσαφιές κλωστές, με τα μακρόστενα, ασημιά κρόσσια να κρέμονται έως τους αστραγάλους. Θαρρούσε πως έτσι επιδείκνυε καμαρωτά το Άτζα της. Τελευταία, είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι δώδεκα χρόνια χωρίς Πρόμαχο ήταν πολύς καιρός. Αν μπορούσε να ανακαλύψει και την πηγή της, αυτή η σκέψη θα αποδεικνυόταν τρομακτική. Καμία αδελφή δεν έπρεπε να έχει ανάγκη Προμάχου μέσα στον Λευκό Πύργο.

Όχι για πρώτη φορά, η σκέψη ότι κάποιος θα έπρεπε να μεσολαβήσει μεταξύ των Άτζα, και σύντομα μάλιστα, ξεπήδησε απότομα στο μυαλό της, ειδάλλως οι επαναστάτριες θα χόρευαν μπροστά στην εξώπορτα, θα έπαιρναν θάρρος και, σαν κλέφτες, θα άδειαζαν το σπιτικό, ενώ οι υπόλοιπες θα μάλωναν για το ποια πήρε την κατσαρόλα της Θείας Σούμι. Πάντως, η μόνη διέξοδος από το τούνελ που μπορούσε να δει η ίδια, ήταν να αναγκάσει τη Μεϊντάνι και τις φίλες της να παραδεχτούν δημοσίως ότι είχαν σταλεί στον Πύργο εκ μέρους των επαναστατριών για να διαδώσουν φήμες —ιστορίες που ακόμα υποστήριζαν ως αληθινές!— ότι, δηλαδή, το Κόκκινο Άτζα δημιούργησε τον Λογκαίν ως ψεύτικο Δράκοντα. Μπορούσε, άραγε, να είναι αλήθεια κάτι τέτοιο; Και, μάλιστα, εν αγνοία της Πεβάρα; Ήταν αδύνατον να φανταστεί ότι μια Καθήμενη, ειδικά η Πεβάρα, θα μπορούσε να εξαπατηθεί. Όπως και να είχε όμως, το συγκεκριμένο μπέρδεμα υπερκαλυπτόταν σε τέτοια έκταση από τα υπόλοιπα, ώστε δεν είχε πολλή σημασία από μόνο του. Επιπλέον, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις δέκα από τις δεκατέσσερις γυναίκες που ήταν σίγουρη ότι δεν ανήκαν στο Μαύρο Άτζα, για να μην αναφέρουμε ότι θα έφερνε στην επιφάνεια όσα έκαναν οι υπόλοιπες, κάτι που θα παρέσυρε τα πάντα σαν θύελλα.

Η Γιουκίρι αναρρίγησε, και γι’ αυτό δεν έφταιγαν τα ρεύματα του αέρα στον διάδρομο. Τόσο η ίδια, όσο κι οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που θα αποκάλυπτε την αλήθεια, θα πέθαινε πριν κοπάσει η θύελλα, είτε από «ατύχημα», είτε στο κρεβάτι. Ή απλώς θα εξαφανιζόταν. Θα έφευγε από τον Πύργο και δεν θα την ξαναέβλεπε κανείς. Δεν αμφέβαλλε διόλου γι’ αυτό. Οποιαδήποτε απόδειξη θα θαβόταν τόσο βαθιά, που θα ήταν αδύνατον να την ξεθάψει ακόμα κι ολόκληρος στρατός με φτυάρια. Ακόμα κι οι διαδόσεις θα εξαφανίζονταν. Είχε συμβεί και στο παρελθόν. Όλος ο κόσμος κι η πλειονότητα των αδελφών εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η Τάμρα Οσπένια είχε πεθάνει στον ύπνο της. Το είχε πιστέψει κι η ίδια. Έπρεπε να καταστείλουν το Μαύρο Άτζα το συντομότερο δυνατόν, προτού τολμούσε να δηλώσει δημοσίως την ύπαρξή του.