Выбрать главу

Η Μεϊντάνι ξανάρχισε να μιλάει μόλις οι Καφετιές βρέθηκαν σε ασφαλή απόσταση, αλλά σώπασε δευτερόλεπτα μετά, όταν ακριβώς μπροστά τους ένα μεγάλο τριχωτό χέρι τράβηξε στο πλάι μια ταπισερί από πίσω. Ένα παγερό ρεύμα ξεχύθηκε από την είσοδο, που ήταν κρυμμένη πίσω από την απεικόνιση των λαμπερών, χρωματιστών πουλιών των Πνιγμένων Χωρών, κι ένας δυσκίνητος τύπος με σκούρο καφετί πανωφόρι εργασίας εμφανίστηκε στον διάδρομο τραβώντας μια χειράμαξα, γεμάτη μέχρι απάνω με κομμένα ξύλα λευκής καρυδιάς, ενώ ένας άλλος υπηρέτης με τραχύ πανωφόρι την έσπρωχνε από την αντίθετη μεριά. Απλοί εργάτες. Κανείς τους δεν έφερε στο στήθος τη Λευκή Φλόγα.

Μόλις είδαν τις δύο Άες Σεντάι, οι άντρες άφησαν βιαστικά την ταπισερί να πέσει πάλι κι έκαναν στην άκρη τη χειράμαξα, ακουμπώντας τη στον τοίχο. Προσπάθησαν να υποκλιθούν, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πέσει σχεδόν όλο το φορτίο στο πάτωμα κι οι ίδιοι να πασχίζουν με αλλόφρονες κινήσεις να αρπάξουν τα καυσόξυλα που γλιστρούσαν, εξακολουθώντας να υποκλίνονται. Αναμφίβολα, περίμεναν πως θα τελείωναν τη δουλειά τους χωρίς να πέσουν πάνω σε αδελφές. Η Γιουκίρι ανέκαθεν λυπόταν αυτούς τους ανθρώπους, που ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλούν ξύλα, νερό κι οτιδήποτε άλλο από την υπηρετική ράμπα, ξεκινώντας από το έδαφος, αλλά τους προσπέρασε συνοφρυωμένη.

Δεν υπήρχε περίπτωση να ακουστούν ενόσω μιλούσαν βαδίζοντας, κι οι διάδρομοι των δημόσιων χώρων έμοιαζαν το κατάλληλο μέρος για να τα πουν ιδιαιτέρως με τη Μεϊντάνι. Πολύ καλύτερα από τα διαμερίσματά της, όπου, αν τοποθετούσε ξόρκι κατά των ωτακουστών, όλες στα διαμερίσματα των Γκρίζων θα καταλάβαιναν ότι συζητά μυστικά, κι ακόμα χειρότερα, θα ήξεραν με ποια. Προς το παρόν, στον Πύργο υπήρχαν μόνο διακόσιες αδελφές —ή περίπου τόσες— κι ο Λευκός Πύργος ήταν ένα μέρος τόσο τεράστιο, ώστε μπορούσε άνετα να καταπιεί αυτό το νούμερο και να φαντάζει άδειος. Άλλωστε, αφού όλες είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους, οι δημόσιοι χώροι θα έπρεπε να είναι άδειοι. Έτσι είχε φανταστεί.

Είχε λάβει υπ’ όψιν της τους ένστολους υπηρέτες, που έτρεχαν από δω κι από κει για να ελέγξουν τα φυτίλια στα κεριά, να δουν αν φτάνει το λάδι κι ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως επίσης και τους εργάτες με τις απλές στολές, οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους ψάθινα καλάθια, που το Φως μόνο ήξερε τι περιείχαν. Όλοι αυτοί ξεκινούσαν δουλειά πολύ νωρίς το πρωί, για να ετοιμάσουν τον Πύργο για το υπόλοιπο της μέρας, αλλά βλέποντας την αδελφή, δεν παρέλειπαν να υποκλιθούν βιαστικά και να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από κοντά της, τόσο που ήταν αδύνατον να ακούσουν το παραμικρό. Οι υπηρέτες του Πύργου γνώριζαν καλά πότε έπρεπε να είναι διακριτικοί, ειδικά από τη στιγμή που, αν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει τα λεγόμενα μιας αδελφής, του έδειχναν αμέσως την πόρτα. Με την παρούσα κατάσταση στον Πύργο δε, οι υπηρέτες έκαναν το παν για να μην ακούσουν λέξη απ’ όσα δεν έπρεπε.

Αυτό, όμως, που δεν είχε καταφέρει να προβλέψει ήταν ο αριθμός των αδελφών που προτίμησαν να βγουν από τα διαμερίσματά τους, σε παρέες των δύο ή των τριών, μολονότι ήταν νωρίς κι έκανε κρύο. Κόκκινες, που πάσχιζαν να κοιτούν αφ’ υψηλού όποιον συναντούσαν, εκτός από άλλες Κόκκινες, Πράσινες και Κίτρινες, που ανταγωνίζονταν στην υπεροψία, και Καφετιές, που έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τις ξεπεράσουν όλες. Μερικές Λευκές, όλες δίχως Πρόμαχο πλην μίας, προσπαθούσαν να διατηρήσουν ένα προσωπείο παγερής ηρεμίας, παρ’ ότι τρόμαζαν με τη σκιά τους. Δεν περνούσαν πάνω από λίγα λεπτά που απομακρυνόταν η μια παρέα κι εμφανιζόταν η άλλη, οπότε η Μεϊντάνι δεν έπαψε στιγμή να φλυαρεί σχετικά με κάποια διευκρινιστικά σημεία του νόμου, όπως ακριβώς έκανε όταν έδινε αναφορά.

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν όταν δύο φορές κάποιες Γκρίζες χαμογέλασαν με ανακούφιση μόλις αντίκρισαν αδελφές του ίδιου Άτζα, και θα έρχονταν μαζί τους, αν η Γιουκίρι δεν ένευε αρνητικά, κάτι που την εκνεύρισε υπερβολικά, διότι έτσι γινόταν φανερό σε όλους όσους την είδαν ότι είχε κάποιον ειδικό λόγο να βρεθεί μόνη με τη Μεϊντάνι. Ακόμα κι αν οι αδελφές του Μαύρου Άτζα δεν είχαν προσέξει τίποτα —το Φως να έδινε να μην είχαν λόγο να προσέξουν— ήταν αρκετές οι αδελφές που αυτόν τον καιρό κατασκόπευαν άλλα Άτζα και, παρά τους Τρεις Όρκους, η φημολογία που άφηναν να πλανάται οργίαζε. Με την Ελάιντα να προσπαθεί να βάλει διά της βίας τα Άτζα σε μια σειρά, οι ιστορίες αυτές κατέληγαν συχνά σε εξομολογήσεις, και το καλύτερο που είχες να ελπίζεις ήταν να προσποιηθείς πως τις είχες διαδώσει για προσωπικούς λόγους. Η Γιουκίρι είχε ήδη περάσει αυτό το στάδιο και δεν είχε καμία όρεξη να τη βάλουν να ξανατρίβει πατώματα, ειδικά τώρα που είχε δαγκώσει μεγάλη μπουκιά και δυσκολευόταν να την καταπιεί. Η εναλλακτική λύση της επίσκεψης στη Σιλβιάνα δεν ήταν διόλου καλύτερη, ακόμα κι αν της εξοικονομούσε χρόνο! Η Ελάιντα έμοιαζε πιο εξοργισμένη από ποτέ από τότε που είχε αρχίσει να κλητεύει τη Σιλβιάνα για τις υποθετικά προσωπικές της τιμωρίες, κάτι για το οποίο βούιζε όλος ο Πύργος.