Παρ’ όλο που η Γιουκίρι απεχθανόταν να το παραδεχτεί, όλα αυτά την έκαναν πολύ προσεκτική απέναντι στις άλλες αδελφές που συναντούσε. Μία επίμονη ματιά ήταν σαν να κατασκοπεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό, ενώ αν έστρεφες απότομα το βλέμμα σου αλλού, θα έδινες την εντύπωση ότι είσαι κρυψίνους, με παρόμοια αποτελέσματα. Ωστόσο, δυσκολευόταν να τραβήξει το βλέμμα της από ένα ζευγάρι Κίτρινες που γλιστρούσαν σαν βασίλισσες στο παλάτι τους σ’ έναν διάδρομο που έτεμνε εκείνον όπου βρισκόταν η ίδια.
Ο μελαψός κοντόχοντρος Πρόμαχος που τις ακολουθούσε σε αρκετή απόσταση λόγω διακριτικότητας μάλλον ανήκε στην Πριτάλε Νερμπάιτζαν, μια πρασινομάτα που είχε διαφύγει κατά κόρον τα ανιχνευτικά των Σαλδαίων, μια κι η Ατουάν Λάρισετ δεν διέθετε Πρόμαχο. Η Γιουκίρι δεν γνώριζε πολλά για την Πριτάλε, αλλά θα μάθαινε περισσότερα αφού την παρακολουθούσε από κοντά να κουβεντιάζει με την Ατουάν. Η Ταραμπονέζα ήταν εντυπωσιακή με το ψηλόλαιμο γκρίζο φόρεμά της με τις κίτρινες ραβδώσεις και το επώμιο με τα μεταξένια κρόσσια. Τα μαύρα μαλλιά της κι οι λεπτές πλεξούδες με τις λαμπερές χάντρες που έπεφταν έως τη μέση της, πλαισίωναν ένα πρόσωπο που φάνταζε τέλειο χωρίς να είναι ακριβώς όμορφο. Αν και Κίτρινη, ήταν αρκούντως συνεσταλμένη. Ωστόσο, ήταν η γυναίκα που η Μεϊντάνι κι οι υπόλοιπες προσπαθούσαν να «μελετήσουν» χωρίς να τις προσέξουν. Η γυναίκα, το όνομα της οποίας φοβούνταν να προφέρουν δυνατά, εκτός αν τις προστάτευαν ισχυρά ξόρκια. Η Ατουάν Λάρισετ ήταν η μία από τις τρεις Μαύρες αδελφές που ήξερε η Τάλεν. Να, λοιπόν, πώς ήταν οργανωμένες, τρεις γυναίκες που γνώριζαν καλά η μία την άλλη, τρεις γυναίκες που σχημάτιζαν μια καρδιά, με την καθεμία να γνωρίζει κάτι που δεν ήξεραν οι άλλες. Για την Τάλεν, αυτή η μία ήταν η Ατουάν, οπότε υπήρχε κάποια ελπίδα να την οδηγήσει και στις δύο άλλες.
Λίγο πριν οι δύο γυναίκες χαθούν πίσω από τη στροφή, η Ατουάν έριξε μια ματιά στον σπειροειδή διάδρομο. Το βλέμμα της μόλις που άγγιξε τη Γιουκίρι, κάτι αρκετό όμως για να κάνει την καρδιά της τελευταίας να αναπηδήσει. Συνέχισε να προχωράει, πασχίζοντας να φαίνεται ψύχραιμη, και ρίσκαρε να ρίξει μια γρήγορη ματιά τριγύρω μόλις έφθασε στη γωνία. Η Ατουάν κι η Πριτάλε είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά στο μήκος του διαδρόμου, κατευθυνόμενες προς τον εξωτερικό δακτύλιο. Ο Πρόμαχος τις ακολουθούσε, αλλά κανείς τους δεν κοιτούσε προς τα πίσω. Η Πριτάλε κουνούσε το κεφάλι της. Μήπως η Ατουάν τής έλεγε κάτι; Βρίσκονταν αρκετά μακριά, οπότε το μόνο που άκουγε η Γιουκίρι ήταν ο αχνός, ξερός, μεταλλικός ήχος από τις μπότες του Προμάχου πάνω στις πλάκες του δαπέδου. Μόνο μια ματιά είχε ρίξει. Η Γιουκίρι τάχυνε το βήμα της για να βγει από το οπτικό τους πεδίο, σε περίπτωση που κάποιος από δαύτους κοιτούσε πάνω από τον ώμο του, και ξεφύσηξε ανακουφισμένη, συνειδητοποιώντας πως όλη αυτή την ώρα κρατούσε την αναπνοή της. Η Μεϊντάνι τη μιμήθηκε, με τους ώμους της βαθουλωμένους.
Παράξενο το πόσο μας επηρεάζει, σκέφτηκε η Γιουκίρι, χαλαρώνοντας επίσης τους ώμους της.
Όταν είχαν πρωτομάθει ότι η Τάλεν ήταν Σκοτεινόφιλη, εκείνη ήταν ακόμα μια θωρακισμένη αιχμάλωτη. Κι όμως, μας τρόμαζε, παραδέχτηκε. Όπως και να έχει, αυτό που έκαναν για να την αναγκάσουν να ομολογήσει είχε κατατρομάξει πρώτα τις ίδιες, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας τις άφησε άφωνες. Τώρα, η Τάλεν ήταν αλυσοδεμένη πιο σφιχτά κι από τη Μεϊντάνι, υπό διαρκή παρακολούθηση, παρ’ ότι έμοιαζε να κυκλοφορεί ελεύθερα —η Σερίν δεν μπορούσε καν να φανταστεί πώς ήταν δυνατόν να κρατάς δέσμια μια Καθήμενη δίχως να το προσέξει κανείς— κι ήταν αξιολύπητα ανυπόμονη να τους αποκαλύψει όλα όσα γνώριζε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ελπίζοντας να σώσει το τομάρι της. Άλλωστε, δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν προκαλούσε πια φόβο. Όσο για τις υπόλοιπες...