Выбрать главу

«Δύο μπορεί να είναι σύμπτωση», συνέχισε η Σέαν, «ακόμα και τρεις, αν και καταντάει μωροπιστία, αλλά πέντε σημαίνει ότι υπάρχει συγκεκριμένο μοτίβο. Εκτός από το Γαλάζιο, το Καφέ Άτζα ήταν το μόνο που είχε δύο Καθήμενες με το μέρος των επαναστατριών. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, ίσως υπάρχει βάση στο γιατί διάλεξαν μία αδελφή παράξενη και μία κανονική. Πάντως, σίγουρα υπάρχει συγκεκριμένο μοτίβο, Γιουκίρι, κάτι σαν αίνιγμα, κι άσχετα αν είναι λογικό ή όχι, κάτι μου λέει πως πρέπει να το λύσουμε πριν καταφθάσουν οι επαναστάτριες. Με κάνει να αισθάνομαι σαν να με αρπάζει κάποιος απ’ τον ώμο, αλλά όταν γυρίζω να κοιτάξω, δεν υπάρχει κανείς».

Αυτό που καταντούσε μωροπιστία ήταν η ιδέα πως οι επικεφαλής των Άτζα συνωμοτούσαν εξ αρχής. Ωστόσο, αναλογίστηκε η Γιουκίρι, μια συνωμοσία Καθήμενων είναι πέρα για πέρα παρατραβηγμένη, κι εγώ είμαι ήδη ανακατεμένη σε μία. Άλλωστε, υπήρχε και το απλό γεγονός πως κανείς εκτός των Άτζα δεν είχε υποτίθεται τη δυνατότητα να γνωρίζει τις επικεφαλής, οι ίδιες όμως γνωρίζονταν μεταξύ τους παρά το εθιμοτυπικό. «Αν πρόκειται για αίνιγμα», είπε κουρασμένα, «έχεις αρκετό καιρό μπροστά σου να το λύσεις. Οι επαναστάτριες δεν μπορούν να φύγουν από το Μουράντυ πριν από την άνοιξη, άσχετα από το τι λένε στον κόσμο, κι η προέλασή τους προς τ’ ανάντη του ποταμού θα τους πάρει μήνες, αν υποθέσουμε πως μπορέσουν να κρατήσουν τον στρατό τους ενωμένο τόσον πολύ καιρό». Δεν αμφέβαλλε πως θα μπορούσαν να κρατηθούν ενωμένες, αν κι όχι για παραπάνω χρονικό διάστημα. «Πήγαινε πίσω, στο δωμάτιό σου, πριν μας δει κανείς εδώ περικυκλωμένες από το ξόρκι, να συλλογιζόμαστε τις απορίες σου», της είπε ευγενικά, ακουμπώντας το χέρι της στο μανίκι της Σέαν. «Θα χρειαστεί να συνηθίσεις να σε φροντίζουν μέχρι να βεβαιωθούμε όλες ότι είσαι ασφαλής».

Η έκφραση στο πρόσωπο της Σέαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκυθρωπή αν επρόκειτο για κάποια άλλη κι όχι για μια Καθήμενη. «Θα μιλήσω ξανά με τη Σερίν», είπε, αλλά το φως του σαϊντάρ γύρω της εξαφανίστηκε.

Παρακολουθώντας τη να πηγαίνει κοντά στην Μπέρναϊλ και βλέποντας τις δυο τους να βαδίζουν ανάλαφρα στον καμπυλωτό διάδρομο, κατευθυνόμενες στα διαμερίσματα των Άτζα, επιφυλακτικές σαν ελαφάκια ενώ οι λύκοι σεργιανίζουν, η Γιουκίρι αισθάνθηκε ένα βάρος στην καρδιά. Κρίμα που οι επαναστάτριες δεν θα έφταναν πριν από το καλοκαίρι. Αν μη τι άλλο, κάτι τέτοιο μπορεί να ανάγκαζε τα Άτζα να τα ξαναβρούν, έτσι ώστε οι αδελφές να μην ήταν αναγκασμένες να μπαινοβγαίνουν στον Λευκό Πύργο. Σαν να είχαν φτερά, αναλογίστηκε λυπημένη.

Αποφασισμένη να μην καταβληθεί από την κακοθυμία της, πήγε να μαζέψει τη Μεϊντάνι και τον Λίονιν. Έπρεπε να αρχίσει την έρευνα για μια Μαύρη αδελφή. Αυτό, τουλάχιστον, αποτελούσε αίνιγμα του οποίου γνώριζε τη λύση.

Τα μάτια του Γκάγουιν άνοιξαν απότομα στο σκοτάδι, καθώς ένα νέο κύμα παγωνιάς ξεχύθηκε στη σοφίτα με τον σανό. Κανονικά, τα παχιά τοιχώματα του αχυρώνα κρατούσαν έξω το δριμύ ψύχος της νύχτας. Φωνές ακούστηκαν να μουρμουρίζουν από κάτω, αλλά καμιά δεν ακουγόταν αναστατωμένη. Απομάκρυνε το χέρι του από το ξίφος που κειτόταν πλάι του κι έσφιξε πιο πολύ τα γάντια του. Όπως όλα τα υπόλοιπα Παλικαράκια, δεν είχε πρόβλημα να κοιμηθεί όπου να ’ναι. Μάλλον ήταν ώρα να ξυπνήσει μερικούς από τους άντρες γύρω του, μια κι είχε έρθει η σειρά τους να φυλάξουν σκοπιά, αλλά κι ο ίδιος είχε πλέον ξυπνήσει για τα καλά κι αμφέβαλλε κατά πόσον μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Σε κάθε περίπτωση, ο ύπνος του ήταν πάντα δυσάρεστος, ταραγμένος από σκοτεινά όνειρα και στοιχειωμένος από τη γυναίκα που αγαπούσε. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν η Εγκουέν, ούτε καν αν εξακολουθούσε να είναι ζωντανή. Δεν είχε ιδέα, επίσης, αν θα τον συγχωρούσε ποτέ. Σηκώθηκε, άφησε το χαλαρό δεμάτι που είχε τραβήξει επάνω του να γλιστρήσει από τον μανδύα του, και ζώστηκε τη ζώνη του σπαθιού του.

Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στους σκιώδεις όγκους που σχημάτιζαν τα κορμιά των κοιμώμενων συντρόφων του πάνω στα στοιβαγμένα δεμάτια του σανού, ένα ανεπαίσθητο ξύσιμο από μπότες πάνω σε ξύλινα σκαλοπάτια τού αποκάλυψε ότι κάποιος ανέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε στο υπερώο. Μια θαμπή φιγούρα εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας και σταμάτησε για να τον περιμένει.

«Άρχοντα Γκάγουιν;» ακούστηκε η μαλακή αλλά βαθιά φωνή του Ρέιτζαρ, με τη χαρακτηριστική Ντομανική προφορά, απαράλλαχτη παρά τα έξι χρόνια εκπαίδευσης στην Ταρ Βάλον. Η βροντώδης φωνή του Πρώτου Αξιωματικού δεν έπαψε ποτέ να τον εκπλήσσει, μια και προερχόταν από έναν μικροκαμωμένο άντρα, το ύψος του οποίου μόλις που έφτανε στους ώμους του Γκάγουιν. Έστω κι έτσι όμως, υπό άλλες συνθήκες, ο Ρέιτζαρ σίγουρα θα ήταν πλέον Πρόμαχος. «Σκέφτηκα πως έπρεπε να σε ξυπνήσω. Μόλις κατέφθασε μια αδελφή, πεζή. Αγγελιαφόρος του Πύργου. Ήθελε να δει την αδελφή που είναι υπεύθυνη εδώ. Είπα στον Τόμιλ και στον αδελφό του να την πάνε στο σπίτι του Δημάρχου πριν πλαγιάσουν».