Ο Γκάγουιν αναστέναξε. Έπρεπε να είχε πάει σπίτι του μόλις επέστρεψε στην Ταρ Βάλον και βρήκε τα Παλικαράκια διωγμένα από την πόλη, αντί να μείνει εδώ και να παγιδευτεί από τον χειμώνα. Ειδικά από τη στιγμή που ήταν σίγουρος ότι η Ελάιντα ήθελε να τους δει όλους νεκρούς. Η αδελφή του, η Ηλαίην, ούτως ή άλλως θα ερχόταν κάποια στιγμή στο Κάεμλυν, αν δεν βρισκόταν ήδη εκεί. Το σίγουρο ήταν πως οποιαδήποτε Άες Σεντάι θα φρόντιζε ώστε η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ να φθάσει εγκαίρως στο Κάεμλυν για τη διεκδίκηση του θρόνου, πριν την προλάβαινε καμιά άλλη. Ο Λευκός Πύργος δεν θα άφηνε να πάει χαμένη η ευκαιρία να έχει μια βασίλισσα που ήταν συγχρόνως Άες Σεντάι. Από την άλλη, η Ηλαίην ίσως ήταν ήδη καθ’ οδόν προς την Ταρ Βάλον ή εξακολουθούσε να εδρεύει στον Λευκό Πύργο. Δεν είχε ιδέα με ποιον τρόπο και σε ποια έκταση είχε μπλέξει με τη Σιουάν Σάντσε —αυτή η κοπέλα ανέκαθεν βουτούσε στα βαθιά χωρίς να ξέρει κολύμπι— αλλά η Ελάιντα κι η Αίθουσα του Πύργου μπορεί να ήθελαν να της κάνουν ενδελεχή ανάκριση. Το ότι ήταν Κόρη-Διάδοχος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Ούτε το αν θα γινόταν Βασίλισσα. Ωστόσο, ήταν σίγουρος πως δεν θα έβγαινε υπόλογη. Εξακολουθούσε να ανήκει στις Αποδεχθείσες, κι αυτό έπρεπε να το υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό του.
Το καινούργιο πρόβλημα ήταν πως, μεταξύ του ιδίου και της Ταρ Βάλον, μεσολαβούσε ένας ολόκληρος στρατός. Τουλάχιστον είκοσι πέντε χιλιάδες άντρες βρίσκονταν σε αυτή την όχθη του Ποταμού Ερινίν και, όπως πίστευε, θα υπήρχαν άλλοι τόσοι στη δυτική όχθη. Έπρεπε να στηρίξουν τις Άες Σεντάι που η Ελάιντα αποκαλούσε επαναστάτριες. Ποιος άλλος θα τολμούσε να πολιορκήσει την ίδια την Ταρ Βάλον, άλλωστε; Πάντως, ο τρόπος που είχε εμφανιστεί αυτός ο στρατός, λες κι υλοποιήθηκε από το πουθενά καταμεσής μιας χιονοθύελλας, έκανε τις τρίχες στον αυχένα του να σηκώνονται όρθιες. Οι φήμες κι ο πανικός προπορεύονταν πάντα μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης που προελαύνει. Πάντα. Ετούτη εδώ η στρατιά είχε εμφανιστεί σιωπηλά, σαν τα πνεύματα. Ωστόσο, ο στρατός ήταν πέρα για πέρα αληθινός, επομένως ο ίδιος ούτε στην Ταρ Βάλον μπορούσε να εισέλθει, για να ανακαλύψει αν η Ηλαίην βρισκόταν στον Πύργο, ούτε να βαδίσει νότια. Δεν θα ήταν δύσκολο για έναν στρατό να προσέξει την προέλαση τριακοσίων και πλέον ανδρών, ενώ οι επαναστάτριες δεν έτρεφαν και τόσο φιλικά αισθήματα για τα Παλικαράκια. Ακόμα κι αν πήγαινε μόνος, το ταξίδι καταχείμωνο θα ήταν πολύ αργό και δεν θα έφτανε στο Κάεμλυν γρηγορότερα απ’ ό,τι αν περίμενε την άνοιξη. Άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση να βρει θέση σε κάποιο πλοίο. Η πολιορκία θα βάλτωνε εντελώς την κυκλοφορία μέσω του ποταμού κι όλα θα ήταν απελπιστικά μπλοκαρισμένα, όπως ήταν κι ο ίδιος.
Και τώρα, νυχτιάτικα, είχε καταφθάσει μια Άες Σεντάι, κάτι που δεν απλούστευε καθόλου τα πράγματα.
«Ας δούμε τι μαντάτα φέρνει», είπε ήρεμα, κάνοντας νόημα στον Ρέιτζαρ να κατέβει τη σκάλα πριν από αυτόν.
Είκοσι άλογα με παραφορτωμένες σέλες συνωστίζονταν σε όσο ελεύθερο χώρο είχαν αφήσει στον σκοτεινό αχυρώνα οι τριάντα περίπου αγελάδες της Κυράς Μίλιν, που ήταν τοποθετημένες στα χωρίσματα του στάβλου, οπότε ο Γκάγουιν κι ο Ρέιτζαρ χρειάστηκε να περάσουν ξυστά για να βγουν στις φαρδιές πόρτες. Η μόνη ζεστασιά προερχόταν από τα κοιμισμένα ζώα. Οι δύο άντρες που φρουρούσαν τα άλογα δεν ήταν παρά σιωπηλές σκιές, αλλά ο Γκάγουιν καταλάβαινε ότι παρακολουθούσαν τον ίδιο και τον Ρέιτζαρ να ξεγλιστρούν στην παγερή νυχτιά. Θα είχαν ενημερωθεί για την αγγελιαφόρο και σίγουρα θα αναρωτιούνταν.
Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι η άχρωμη σελήνη ακτινοβολούσε ένα λαμπερό φως. Το χωριό του Ντόρλαν λαμπύριζε από το χιόνι. Κρατώντας σφιχτά τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους, οι δυο τους άρχισαν σιωπηλά να βαδίζουν με κόπο και με το χιόνι να τους φτάνει έως τα γόνατα, μέσα από το χωριό, διασχίζοντας τον αλλοτινό δρόμο προς την Ταρ Βάλον από μια πόλη που δεν υπήρχε επί εκατοντάδες χρόνια. Σήμερα, κανείς δεν ταξίδευε σε αυτή την κατεύθυνση από την Ταρ Βάλον, παρά μόνο για να έλθει στο Ντόρλαν, αν και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνει χειμωνιάτικα. Παραδοσιακά, το χωριό προμήθευε με τυριά τον Λευκό Πύργο και κανέναν άλλον. Ήταν μικροσκοπικό μέρος, μόλις καμιά δεκαπενταριά σπίτια από γκρίζα πέτρα και στέγες από σχιστόλιθο, με το σωρευμένο χιόνι γύρω τους να φτάνει έως τα περβάζια των παραθύρων του ισογείου. Σε ελάχιστη απόσταση πίσω από κάθε σπίτι υπήρχε κι από ένα βουστάσιο, γεμάτο τώρα από άντρες, άλογα κι αγελάδες. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ταρ Βάλον θα πρέπει να είχαν ξεχάσει πια την ύπαρξη του Ντόρλαν. Ποιον ενδιέφερε από πού ερχόταν το τυρί; Έμοιαζε κατάλληλο μέρος για να απομονωθεί κανείς. Μέχρι τώρα, τουλάχιστον.