Όλα τα σπίτια του χωριού ήταν σκοτεινά, εκτός από ένα. Το φως διέφευγε μέσα από τα κλειστά παντζούρια κάμποσων παραθύρων στην κατοικία του Αφέντη Μπέρλοου, τόσο στους πάνω όσο και στους κάτω ορόφους. Ο Γκάρον Μπέρλοου είχε την ατυχία να κατέχει το μεγαλύτερο σπίτι του Ντόρλαν κι, επιπλέον, να είναι Δήμαρχος. Οι χωρικοί που είχαν παραχωρήσει τα κρεβάτια τους στις Άες Σεντάι, για να κοιμηθούν οι ίδιοι άλλου, θα πρέπει να το είχαν μετανιώσει. Ο Άρχοντας Μπέρλοου είχε ήδη δύο δωμάτια κενά.
Χτυπώντας τα πόδια του πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια, για να καθαρίσει το χιόνι από τις μπότες του, ο Γκάγουιν χτύπησε τη βαριά πόρτα του Δημάρχου με τη γαντοφορεμένη του γροθιά. Δεν απάντησε κανείς, κι ένα λεπτό αργότερα ανασήκωσε το μάνταλο κι οδήγησε τον Ρέιτζαρ στο εσωτερικό.
Στο μπροστινό δωμάτιο με τα δοκάρια στην οροφή —αρκετά μεγάλο για αγροτόσπιτο— δέσποζαν κάμποσα ψηλά ντουλάπια με ανοικτή πρόσοψη, γεμάτα από κασσιτέρινα οικιακά σκεύη και γυαλιστερές πορσελάνες. Επίσης, υπήρχε ένα μακρόστενο καλογυαλισμένο τραπέζι, παράπλευρα του οποίου βρίσκονταν διατεταγμένα καθίσματα με ψηλή πλάτη. Όλες οι λάμπες λαδιού ήταν αναμμένες, κάπως υπερβολικό για χειμώνα όταν μερικά μόνο κεριά θα ήταν ό,τι πρέπει, αν κι οι φλόγες του τζακιού δεν φαίνονταν να καίνε τα κομμένα κούτσουρα, κι ελάχιστα επηρέαζαν τη θερμοκρασία του δωματίου. Ωστόσο, οι δύο αδελφές που έμεναν στα πάνω δωμάτια περπατούσαν ξυπόλητες στο γυμνό ξύλινο πάτωμα, έχοντας ρίξει βιαστικά πάνω από τις λινές νυχτικιές τους μανδύες με γούνινη επένδυση. Η Κατερίνε Αλρούντιν κι η Τάρνα Φάιρ παρακολουθούσαν μια μικροκαμωμένη γυναίκα που φορούσε ένα ένδυμα ιππασίας, μαύρο με κίτρινες ρίγες, κι έναν μανδύα μουσκεμένο μέχρι τους γοφούς της από το χιόνι. Καθόταν όσο πιο κοντά γινόταν στη φαρδιά εστία, ζεσταίνοντας κουρασμένα τα χέρια της κι αναρριγώντας. Περπατώντας μέσα στο χιόνι, ήταν αδύνατον να έχει διανύσει την απόσταση από την Ταρ Βάλον σε λιγότερο από δύο-τρεις μέρες. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι μπορούσαν να νιώσουν στο πετσί τους την παγωνιά. Μάλλον θα ήταν η αδελφή στην οποία είχε αναφερθεί ο Ρέιτζαρ, αλλά, σε σύγκριση με τις άλλες, η θαλερότητά της μόλις που γινόταν εμφανής. Ειδικά σε σχέση με τις άλλες δύο, έμοιαζε να μην υπάρχει.
Η απουσία του Δημάρχου και της γυναίκας του άγχωσε ακόμα περισσότερο τον Γκάγουιν, αν και το περίμενε. Θα παρευρίσκονταν μόνο για να περιποιηθούν τις Άες Σεντάι, προσφέροντάς τους ζεστά ποτά και φαγητό ασχέτως ώρας, μέχρι να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους, για να αφήσουν την Κατερίνε και την Τάρνα μόνες με την αγγελιαφόρο. Πράγμα που σήμαινε ότι ήταν ανόητος αν περίμενε να μάθει το περιεχόμενο του μηνύματος. Αυτό, όμως, το γνώριζε καλά πριν ακόμα φύγει από τον αχυρώνα.
«...ο βαρκάρης λέει ότι θα παραμείνει στο σημείο όπου αποβιβαστήκαμε μέχρι τη λήξη της πολιορκίας», έλεγε με επιφυλακτικό τόνο η μικροκαμωμένη γυναίκα μόλις ο Γκάγουιν μπήκε, «αλλά ήταν τόσο φοβισμένος, που τώρα θα βρίσκεται κάμποσες λεύγες μακριά, στην άλλη άκρη του ποταμού». Καθώς την άγγιξε το κρύο από την ανοιχτή πόρτα, η γυναίκα κοίταξε τριγύρω κι η κόπωση χάθηκε εν μέρει από το τετράγωνο πρόσωπο της. «Γκάγουιν Τράκαντ», είπε. «Έχω να σου μεταφέρω διαταγές από την Έδρα της Άμερλιν, Άρχοντα Γκάγουιν».
«Διαταγές;» ρώτησε ο Γκάγουιν, τραβώντας τα γάντια του και τακτοποιώντας τα πίσω από τη ζώνη του, για να κερδίσει χρόνο. Ας ακουγόταν μία φορά η πικρή αλήθεια. «Γιατί μου στέλνει διαταγές η Ελάιντα; Γιατί να υπακούσω, από τη στιγμή που αποποιήθηκε τόσο εμένα τον ίδιο, όσο και τα Παλικαράκια;» Ο Ρέιτζαρ είχε πάρει στάση που δήλωνε σεβασμό απέναντι στις αδελφές, με τα χέρια διπλωμένα πίσω από την πλάτη του, και λοξοκοίταξε αστραπιαία τον Γκάγουιν. Ό,τι και να έλεγε ο Γκάγουιν, δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει, αλλά τα Παλικαράκια δεν συμφωνούσαν απαραιτήτως με την άποψη του Γκάγουιν. Οι Άες Σεντάι έπρατταν κατά βούληση και κανείς δεν θα μάθαινε τον λόγο, παρά μόνο αν τον αποκάλυπτε κάποια αδελφή. Τα Παλικαράκια είχαν παίξει συνειδητά την τύχη τους κορώνα-γράμματα με τον Λευκό Πύργο και την είχαν αποδεχθεί.
«Οι διαταγές μπορούν να περιμένουν, Νάρενγουιν», την έκοψε απότομα η Κατερίνε, σφίγγοντας τον μανδύα πιο σφιχτά πάνω στο κορμί της. Τα μαύρα της μαλλιά σκόρπισαν γύρω από τους ώμους της, αχτένιστα σχεδόν, λες και τα είχε περάσει βιαστικά με τη χτένα και κατόπιν τα είχε παρατήσει. Η γυναίκα απέπνεε ένταση κι ο Γκάγουιν έφερε στο μυαλό του λύγκα που έχει βγει για κυνήγι. Ή που είναι πολύ προσεκτικός για να μην πέσει σε παγίδα. Η Κατερίνε έριξε μια κλεφτή ματιά προς το μέρος του ίδιου και του Ρέιτζαρ και δεν τους ξαναέδωσε σημασία. «Έχω επείγουσες δουλειές στον Πύργο. Πείτε μου πώς μπορώ να βρω αυτό το ακατονόμαστο ψαροχώρι. Κι αν ο βαρκάρης δεν είναι ακόμα εκεί, θα βρω κάποιον άλλον να με πάει».