«Το ίδιο κι εγώ», πετάχτηκε η Τάρνα, σφίγγοντας πεισματικά το σαγόνι της, ενώ τα γαλανά της μάτια πετούσαν σπίθες. Σε αντίθεση ρε την Κατερίνε, τα μακριά κατάξανθα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα, λες και, πριν κατέβει, της τα είχε περιποιηθεί κάποια υπηρέτρια. Πάντως, έμοιαζε εξίσου συγκεντρωμένη, αλλά πιο ψύχραιμη. «Έχω σοβαρό λόγο να φτάσω στον Πύργο χωρίς καθυστέρηση». Ένευσε προς το μέρος του Γκάγουιν και κάπως λιγότερο προς το μέρος του Ρέιτζαρ, ψυχρή σαν το μάρμαρο από το οποίο έμοιαζε να είναι φτιαγμένη. Ωστόσο, έδειχνε περισσότερο φιλική απ’ ό,τι απέναντι στην Κατερίνε, η οποία φυσικά της το ανταπέδιδε. Ανέκαθεν υπήρχε αμηχανία μεταξύ των δύο γυναικών, παρ’ ότι ανήκαν στο ίδιο Άτζα. Φαίνεται πως δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα η μία την άλλη, αν και με τις Άες Σεντάι ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος.
Ο Γκάγουιν δεν θα λυπόταν ιδιαίτερα αν τις έβλεπε να φεύγουν. Η Τάρνα είχε σπεύσει στο Ντόρλαν μόλις μία μέρα μετά την άφιξη του μυστηριώδους στρατού, κι όσο κι αν αυτά τα ζητήματα τα ρύθμιζαν οι Άες Σεντάι, είχε εκτοπίσει αμέσως από τα διαμερίσματά της, στον επάνω όροφο, τη Λαζάνια Κόουλ κι είχε αφαιρέσει την αρχηγία των έντεκα υπόλοιπων αδελφών που βρίσκονταν στο χωριό από την Κοβάρλα Μπαλντέν. Από τον τρόπο που έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της, θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για Πράσινη. Ρωτούσε τις άλλες αδελφές για το πώς έχει η κατάσταση, κι επιθεωρούσε αυστηρά και καθημερινά τα Παλικαράκια σαν να έψαχνε για πιθανούς Προμάχους. Έχοντας πάνω από το κεφάλι τους μια Κόκκινη να τους εξετάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι άντρες άρχισαν να κοιτούν καχύποπτα πάνω από τον ώμο τους. Το χειρότερο ήταν ότι η Τάρνα περνούσε πολλές ώρες ιππεύοντας, ανεξαρτήτως καιρού, προσπαθώντας να βρει έναν ντόπιο που θα της έδειχνε κάποιο μονοπάτι για την πόλη χωρίς να την πάρουν είδηση οι πολιορκητές. Αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε τους ανιχνευτές τους στο Ντόρλαν. Η Κατερίνε είχε καταφθάσει μόλις χτες, αλαφιασμένη μήπως θα έκλεινε ο δρόμος προς την Ταρ Βάλον, κι αμέσως πήρε την αρχηγία από την Τάρνα και το δωμάτιο από την Κοβάρλα. Ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε με ανάλογο τρόπο την εξουσία της. Απέφευγε τις υπόλοιπες αδελφές, αρνούμενη να αποκαλύψει γιατί είχε εξαφανιστεί από τα Πηγάδια του Ντουμάι ή πού βρισκόταν. Πάντως, κι αυτή έκανε εξονυχιστική έρευνα στα Παλικαράκια, και μάλιστα με τον αέρα μιας γυναίκας που περιεργάζεται ένα τσεκούρι, το οποίο έχει κατά νου να χρησιμοποιήσει, δίχως να νοιάζεται για το αίμα που θα χυθεί. Ο Γκάγουιν δεν θα εκπλησσόταν αν προσπαθούσε να τον φοβερίσει, για να τον αναγκάσει να ανοίξει δρόμο προς τα γεφύρια και να την οδηγήσει στην πόλη. Η αλήθεια ήταν ότι θα ένιωθε πολύ ευχάριστα αν τις έβλεπε να φεύγουν. Βέβαια, ακόμα κι αν έφευγαν, θα είχε να ασχοληθεί με τη Νάρενγουιν και με τις προσταγές της Ελάιντα.
«Δεν μπορείς καν να το πεις χωριό, Κατερίνε», είπε η αδελφή που έτρεμε από το κρύο. «Δεν είναι παρά τρεις-τέσσερις άθλιες ψαροκαλύβες, κάπου μια μέρα απόσταση αν προχωρήσεις δια ξηράς, κατηφορίζοντας το ποτάμι. Από εδώ, είναι κάπως περισσότερο». Άδραξε τη μουσκεμένη φούστα της και την κράτησε κοντά στη φωτιά. «Ίσως βρούμε τρόπο να στείλουμε μηνύματα στην πόλη, αλλά εσείς οι δύο πρέπει να παραμείνετε εδώ. Το μόνο που σταμάτησε την Ελάιντα από το να στείλει πενήντα αδελφές, ίσως και περισσότερες, αντί για μένα μονάχα, ήταν η δυσκολία να βρει έστω και μία μικρή βάρκα για να διασχίσει το ποτάμι χωρίς να την πάρουν είδηση παρά το σκοτάδι. Πρέπει να ομολογήσω πως μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έμαθα ότι υπήρχαν αδελφές τόσο κοντά στην Ταρ Βάλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε αδελφή εκτός πόλεως πρέπει να...»
Η Τάρνα τη διέκοψε απότομα ανασηκώνοντας το χέρι της. «Η Ελάιντα δεν έχει τρόπο να μάθει ότι είμαι εδώ». Η Κατερίνε έπαψε να μιλά και συνοφρυώθηκε. Ανασήκωσε το πηγούνι της, αλλά άφησε την άλλη Κόκκινη να συνεχίσει. «Ποιες ήταν οι διαταγές που σου έδωσε σχετικά με τις αδελφές στο Ντόρλαν, Νάρενγουιν;» Ο Ρέιτζαρ βάλθηκε να κοιτάει τις σανίδες κάτω από τις μπότες του. Μπορεί να ήταν ατρόμητος στη μάχη, αλλά μόνο ένας τρελός θα ήθελε να παρίσταται στη διένεξη δύο Άες Σεντάι.
Η κοντύτερη γυναίκα ασχολήθηκε για λίγο ακόμα με τη σχιστή φούστα της. «Διατάχθηκα να αναλάβω τις αδελφές που θα έβρισκα εδώ», είπε πνιχτά, «και να κάνω ό,τι μπορώ». Μια στιγμή αργότερα, αναστέναξε και διόρθωσε διστακτικά τα λόγια της. «Εννοώ, τις αδελφές που βρήκα υπό τις διαταγές της Κοβάρλα. Σίγουρα, όμως...»