Η Εγκουέν ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα του κορμιού της σε πηχτό σκοτάδι. Τώρα, ήξερε. Για πρώτη φορά, ήξερε ακριβώς τι σήμαινε το όνειρο. Γιατί, όμως, είχε ονειρευτεί ότι την έσωσε μια Σωντσάν κι έπειτα τους Σωντσάν να επιτίθενται στον Λευκό Πύργο; Μια επίθεση που θα κλόνιζε συθέμελα τις Άες Σεντάι και θα απειλούσε τον ίδιο τον Πύργο. Φυσικά, δεν ήταν παρά μια πιθανότητα. Τα γεγονότα, όμως, ενός αληθινού ονείρου ήταν πιθανότερο να συμβούν από άλλα.
Είχε την εντύπωση πως έκανε ήρεμες σκέψεις, αλλά το τραχύ θρόισμα του καναβάτσου στην υφασμάτινη είσοδο την έκανε σχεδόν ν’ αδράξει την Αληθινή Πηγή. Βιαστικά, άρχισε να εφαρμόζει τις ασκήσεις των μαθητευομένων για να γαληνέψει, όπως νερό που κυλάει πάνω από κροκάλες ή άνεμος που φυσάει πάνω από το ψηλό γρασίδι. Μα το Φως, είχε φοβηθεί πάρα πολύ. Χρειάζονταν δύο άτομα για να επιτευχθεί κάποιος βαθμός ηρεμίας. Ανοιξε το στόμα της να ρωτήσει ποιος ήταν.
«Κοιμάσαι;» ακούστηκε να μουρμουρίζει απαλά η φωνή της Χάλιμα. Ακουγόταν ενθουσιασμένη, διεγερμένη σχεδόν. «Δεν θα έλεγα όχι για λίγο ύπνο κι εγώ».
Η Εγκουέν έμεινε εντελώς ακίνητη, ακούγοντας τη γυναίκα να γδύνεται στο σκοτάδι. Αν της έδινε την εντύπωση ότι ήταν ξύπνια, θα έπρεπε να της μιλήσει, κι αυτό προς το παρόν μάλλον θα της δημιουργούσε αμηχανία. Ήταν απόλυτα σίγουρη ότι η Χάλιμα είχε βρει συντροφιά, ίσως όχι για όλη τη νύχτα όμως. Η Χάλιμα είχε δικαίωμα να πράττει κατά το δοκούν, βέβαια, αλλά η Εγκουέν εξακολουθούσε να είναι απογοητευμένη. Ευχόμενη να μείνει ξύπνια, αισθάνθηκε τον εαυτό της να βυθίζεται ξανά, κι αυτή τη φορά δεν προσπάθησε να τον σταματήσει πριν βυθιστεί τελείως. Δεν είχε πρόβλημα, πλέον, να ανακαλεί τα όνειρά της. Εξάλλου, χρειαζόταν και λίγο καλό ύπνο.
Η Τσέσα ήρθε με το πρώτο φως της αυγής, φέρνοντάς της πρωινό σε έναν δίσκο κι έτοιμη να τη βοηθήσει να ντυθεί. Στην πραγματικότητα, ήταν μεν νωρίς, αλλά δεν είχε σχεδόν καθόλου φως. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια μικρή υπόνοια ηλιαχτίδων, κι ο φωτισμός των φανών ήταν ακόμα απαραίτητος. Τα κάρβουνα στο μαγκάλι είχαν σβήσει στη διάρκεια της νύχτας και το κρύο που επικρατούσε δημιουργούσε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ίσως σήμερα να χιόνιζε περισσότερο. Η Χάλιμα φόρεσε με μια αεράτη κίνηση το μεταξωτό ριχτό φόρεμά της και ντύθηκε, κάνοντας αστεία σχόλια για το πόσο θα ήθελε να είχε κι αυτή μια υπηρέτρια, ενόσω η Τσέσα κούμπωνε τις σειρές των κουμπιών στην πλάτη της Εγκουέν. Η πλαδαρή γυναίκα είχε πάρει σοβαρή όψη, αγνοώντας εντελώς τη Χάλιμα. Η Εγκουέν δεν έλεγε τίποτα. Δεν είχε ανοίξει καν το στόμα της. Η Χάλιμα δεν ήταν υπηρέτριά της, άρα δεν είχε δικαίωμα να κριτικάρει τη γυναίκα.
Μόλις η Τσέσα κούμπωσε και το τελευταίο μικρό κουμπί και χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο της Εγκουέν, η Νισάο μπήκε από την υφασμάτινη είσοδο, φέρνοντας μαζί της ένα ρεύμα καθαρού αλλά κρύου αέρα. Μια σύντομη ματιά έξω, πριν το ύφασμα πέσει και πάλι πίσω της, αποκάλυπτε ότι τα πάντα εξακολουθούσαν να είναι γκρίζα και μελαγχολικά. Ναι, σίγουρα θα χιόνιζε.
«Πρέπει να μιλήσω κατ’ ιδίαν στη Μητέρα», είπε κρατώντας τον μανδύα τυλιγμένο γύρω από το κορμί της, λες κι αισθανόταν ήδη το χιόνι. Η μικροκαμωμένη γυναίκα δεν μιλούσε συνήθως τόσο αποφασιστικά.
Η Εγκουέν έκανε ένα νεύμα στην Τσέσα κι εκείνη υποκλίθηκε. «Μην αφήσεις το πρωινό σου να κρυώσει», της επέστησε την προσοχή προτού βγει από τη σκηνή.
Η Χάλιμα έκανε μια παύση, κοιτώντας τόσο τη Νισάο όσο και την Εγκουέν, πριν μαζέψει τον μανδύα της που κειτόταν σε έναν ακατάστατο σωρό στα πόδια του ράντζου της. «Μου φαίνεται πως η Ντελάνα έχει να μου αναθέσει κάποια δουλειά», είπε κάπως εκνευρισμένη.
Η Νισάο κοίταξε συνοφρυωμένη την πλάτη της γυναίκας καθώς έφευγε αλλά, χωρίς να πει τίποτα και χωρίς να πάρει καν άδεια, αγκάλιασε το σαϊντάρ κι ύφανε γύρω από την ίδια και την Εγκουέν ένα ξόρκι εναντίον των ωτακουστών. «Η Ανάγια και ο Πρόμαχός της είναι νεκροί», είπε. «Κάποιοι από τους εργάτες που κουβαλούσαν σακιά με κάρβουνα χθες βράδυ άκουσαν έναν θόρυβο, κάτι σαν άγριο ξυλοφόρτωμα, κι έσπευσαν να δουν τι τρέχει. Βρήκαν την Ανάγια και τον Σεταγκάνα πεσμένους στο χιόνι. Νεκρούς».
Η Εγκουέν κάθισε αργά στο κάθισμά της, το οποίο εκείνη τη στιγμή δεν φάνταζε και τόσο άνετο. Η Ανάγια νεκρή. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, εκτός από το θερμό της χαμόγελο. Ήταν μια γυναίκα με κοινότυπο πρόσωπο που λάτρευε τις δαντέλες στα ρούχα της. Η Εγκουέν ήξερε ότι θα έπρεπε να νιώθει λύπη και για τον Σεταγκάνα, αλλά αυτός δεν ήταν παρά Πρόμαχος. Ακόμα κι αν τη γλίτωνε, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα ζούσε πολύ. «Πώς συνέβη;» ρώτησε. Η Νισάο δεν είχε υφάνει το ξόρκι μόνο και μόνο για να της αναφέρει τον θάνατο της Ανάγια.