Εκνευρισμένη, η Αλβιάριν διαβίβασε για να διώξει τη σκόνη από τον αέρα, βροντώντας με τέτοια δύναμη την ενέργεια, που λίγο ακόμα και το πέτρινο πάτωμα θα ταρακουνιόταν. Δεν είχε καμιά όρεξη να το κάνει αυτό κάθε φορά αν σκοπός της ήταν να μαζέψει απλώς τη σκόνη σε μια γωνίτσα, αντί να την αφήσει να απλωθεί. Κανείς δεν είχε διεισδύσει τόσο βαθιά στο υπόγειο της Βιβλιοθήκης εδώ και πολλά χρόνια. Κανείς δεν θα πρόσεχε ότι ο χώρος ήταν πεντακάθαρος, ωστόσο κάποιος έκανε ήδη αυτό που δεν είχε κάνει κανείς ποτέ. Συνήθιζε να το κάνει κι η ίδια, και δεν ήθελε με τίποτα να την τσακώσουν εξαιτίας κάποιου τραγικού της λάθους. Πάντως, εξακολούθησε να μουγκρίζει μέσα από τα δόντια της καθώς έδιωχνε μέσω της διαβίβασης την κοκκινωπή λάσπη από τα παπούτσια της κι από το στρίφωμα της φούστας και του μανδύα της. Ήταν μάλλον απίθανο να καταλάβει κανείς ότι η λάσπη προερχόταν από το Τρεμάλκινγκ, το μεγαλύτερο από τα νησιά των Θαλασσινών, ίσως όμως αναρωτιόταν πώς η Αλβιάριν είχε καταφέρει να λασπωθεί έτσι. Η βάση του Πύργου ήταν θαμμένη κάτω από το χιόνι, εκτός από τα σημεία όπου είχε φτυαριστεί, και το χώμα είχε παγώσει και σκληρύνει. Εξακολουθώντας να μουρμουρίζει μονάχη της, διαβίβασε ξανά, για να καταπνίξει τον τριγμό των σκουριασμένων αρμών καθώς άνοιγε την τραχιά ξύλινη πόρτα. Ήταν σίγουρη ότι υπήρχε τρόπος να φτιάχνει μια ύφανση και να την κρύβει, οπότε δεν θα ήταν ανάγκη να απαλύνει το τρίξιμο κάθε φορά, αλλά η Μεσάνα είχε αρνηθεί να της τον διδάξει.
Η Μεσάνα ήταν η πραγματική πηγή της ανησυχίας της. Η Εκλεκτή δίδασκε όσα ήθελε η ίδια, τίποτα παραπάνω, κι άφηνε νύξεις για πράγματα θαυμαστά, τα οποία μετά κρατούσε για τον εαυτό της. Η Μεσάνα χρησιμοποιούσε την Αλβιάριν σαν παιδί για τα θελήματα. Έχοντας τεθεί επικεφαλής του Ανωτάτου Συμβουλίου, γνώριζε επακριβώς τα ονόματα όλων των Μαύρων αδελφών, αν κι η Μεσάνα δεν θα τα αποκάλυπτε ποτέ. Η γυναίκα αδιαφορούσε για το ποια θα εκτελούσε τις διαταγές της, αρκεί να τις εκτελούσε αυστηρά. Συχνά, επιθυμούσε να αναλάβει το έργο η ίδια η Αλβιάριν, αναγκάζοντάς τη να έχει δοσοληψίες με γυναίκες κι άντρες που θεωρούσαν εαυτούς ίσους μ’ εκείνη, απλώς και μόνο επειδή τύχαινε να υπηρετούν κι αυτοί τον Μέγα Άρχοντα. Δεν ήταν λίγες οι Φίλες που εξίσωναν τους εαυτούς τους με τις Άες Σεντάι, μερικές μάλιστα πίστευαν πως είναι ανώτερες. Το χειρότερο ήταν ότι η Μεσάνα τής είχε απαγορεύσει ρητά να τιμωρήσει παραδειγματικά έστω και μία από δαύτες. Δεν ήταν παρά σιχαμερά τρωκτικά, χωρίς την παραμικρή ικανότητα διαβίβασης, κι η Αλβιάριν ήταν αναγκασμένη να τους φέρεται ευγενικά μόνο και μόνο επειδή κάποιες υπηρετούσαν έναν άλλον Εκλεκτό! Ήταν ολοφάνερο ότι η Μεσάνα δεν μπορούσε να πει τίποτα με σιγουριά. Ανήκε στους Εκλεκτούς κι αυτό έκανε την Αλβιάριν να χαμογελάει κοιτώντας τη σκόνη του δρόμου όταν σκεφτόταν την αβεβαιότητά της.
Με την ωχρή φωτεινή μπάλα να αιωρείται μπροστά της φωτίζοντας τον δρόμο, η Αλβιάριν άρχισε να κατηφορίζει με μια ομαλή κίνηση τον τραχύ πέτρινο διάδρομο, στρώνοντας πίσω της τη σκόνη με ελαφρές κι απαλές κινήσεις Αέρα, έτσι ώστε να φαίνεται αδιατάρακτη, προβάροντας ταυτόχρονα τι θα έλεγε στη Μεσάνα. Τελικά, όμως, μάλλον δεν θα έλεγε τίποτα απ’ όσα είχε σκεφτεί, γεγονός που αύξανε κατακόρυφα τον εκνευρισμό της. Ακόμα κι η ηπιότερη κριτική απέναντι σ’ έναν Εκλεκτό οδηγούσε στον πόνο, ίσως και στον θάνατο, πιθανότατα και στα δύο. Για να επιβιώσει κανείς με τους Εκλεκτούς, ο μόνος τρόπος ήταν να ταπεινώνεται και να υπακούει, το πρώτο εξίσου σημαντικό με το δεύτερο. Άλλωστε, τι ήταν λίγη ταπείνωση μπροστά στην αθανασία; Έτσι, η Αλβιάριν θα αποκτούσε όση δύναμη επιθυμούσε, πολύ περισσότερη απ’ όση θα μπορούσε να χειριστεί μια Άμερλιν. Πρώτα, όμως, ήταν απαραίτητο να επιβιώσει.
Μόλις έφθασε στην κορυφή της πρώτης ράμπας που οδηγούσε επάνω, έπαψε πια να μπαίνει στον κόπο να κρύβει τα ίχνη της. Εδώ, δεν υπήρχε τόση σκόνη, κι όση υπήρχε ήταν σημαδεμένη από τους τροχούς των χειραμαξών κι από τα συρσίματα των ποδιών. Ακόμα ένα αδιόρατο ίχνος από πατήματα δεν θα γινόταν ποτέ ορατό. Ωστόσο, άρχισε να βαδίζει γοργά. Συνήθως, η σκέψη ότι θα ζούσε για πάντα, ότι θα έφτανε στο σημείο να χειρίζεται τη δύναμη μέσω της Μεσάνα, όπως έκανε τώρα μέσω της Ελάιντα, την έκανε να νιώθει αναζωογονημένη. Ήταν σχεδόν το ίδιο. Το να αναγκάσει τη Μεσάνα να συμμορφωθεί με την Ελάιντα ήταν ένα σχέδιο εξαιρετικά φιλόδοξο, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει κολλιτσίδα στη γυναίκα που θα σιγούρευε την άνοδό της. Σήμερα, στο μυαλό της στριφογύριζε το γεγονός πως ήταν εκτός Πύργου επί έναν μήνα σχεδόν. Η Μεσάνα δεν θα έμπαινε στον κόπο να χαλιναγωγήσει την Ελάιντα κατά τη διάρκεια της απουσίας της, αν και το σίγουρο ήταν πως, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά, οι Εκλεκτοί θα έριχναν το φταίξιμο στην Αλβιάριν. Βέβαια, η Ελάιντα ήταν τρομοκρατημένη ύστερα από την τελευταία φορά. Η γυναίκα ικέτευε να την ελευθερώσουν, για να μην υποστεί τα βασανιστήρια της Κυράς των Μαθητευομένων. Εννοείται πως ήταν αρκετά τρομαγμένη για να κάνει πίσω. Η Αλβιάριν έβγαλε την Ελάιντα από το μυαλό της, χωρίς να επιβραδύνει διόλου τον βηματισμό της.