Καθώς προχωρούσε βιαστικά κατά μήκος του κυρίως διαδρόμου, όπου οι πλάκες του δαπέδου απλώνονταν σε επαναλαμβανόμενες σειρές στα χρώματα των Άτζα, συνειδητοποίησε πως η Βιβλιοθήκη ήταν υπερβολικά σιωπηλή, ακόμα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ελάχιστες Άες Σεντάι που παρέμεναν στον Πύργο. Όλο και κάποιες αδελφές έβλεπε, καθώς και τις βιβλιοθηκαρίους —κάποιες Καφετιές κατέλυαν σε διαμερίσματα στα ανώτερα επίπεδα, εκτός από τα δωμάτιά τους στον Πύργο— αλλά οι τεράστιες φιγούρες που ήταν σκαλισμένες στα τοιχώματα των διαδρόμων, άνθρωποι ιδιόμορφα ντυμένοι κι αλλόκοτα ζώα με ύψος πάνω από δέκα πόδια, ίσως να ήταν οι μόνες κάτοικοι της Βιβλιοθήκης. Τα ρεύματα του αέρα έκαναν τις ρόδες των περίτεχνων σκαλιστών φανών, που κρέμονταν δέκα πόδια πάνω από το κεφάλι της, να τρίζουν αδιόρατα στις αλυσίδες τους. Τα βήματά της ακούγονταν αφύσικα δυνατά, αντηχώντας απαλά από τη θολωτή οροφή.
«Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» ακούστηκε η σιγανή φωνή μιας γυναίκας πίσω της.
Η Αλβιάριν στράφηκε να κοιτάξει ξαφνιασμένη, ενώ ο μανδύας κόντεψε να πέσει από πάνω της πριν καταφέρει να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Ήθελα απλώς να κάνω μια βόλτα στη Βιβλιοθήκη, Ζεμάιλ», είπε, αισθανόμενη μια σουβλιά έντονου εκνευρισμού. Αν ένιωθε τόσο νευρικά προσπαθώντας να βρει μια εξήγηση απέναντι σε μια απλή βιβλιοθηκάριο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αποκτήσει πολύ μεγάλο αυτοέλεγχο πριν να δώσει αναφορά στη Μεσάνα. Επιθυμούσε σχεδόν να πει στη Ζεμάιλ όσα συνέβαιναν στο Τρεμάλκινγκ, μόνο και μόνο για να δει τις αντιδράσεις της γυναίκας.
Η ήπια έκφραση στο σκοτεινό πρόσωπο της Καφετιάς αδερφής δεν άλλαξε, αλλά μια χροιά αδιευκρίνιστου συναισθήματος αλλοίωσε κάπως τον τόνο της φωνής της. Ψηλή κι ισχνή, η Ζεμάιλ διατηρούσε ανέκαθεν αυτή την αίσθηση επιφύλαξης και κρατούσε πάντα αποστάσεις, αν κι η Αλβιάριν υποπτευόταν πως δεν ήταν και τόσο ντροπαλή, ούτε τόσο ευχάριστη. «Κατανοητό. Η Βιβλιοθήκη είναι τόπος γαλήνης κι οι καιροί είναι δύσκολοι για όλους μας. Για σένα, ειδικά, είναι ακόμα πιο δύσκολοι».
«Σωστά», αποκρίθηκε η Αλβιάριν σχεδόν μηχανικά. Δύσκολοι καιροί, ειδικά για την ίδια; Σκέφτηκε να παρασύρει τη γυναίκα σε κάποια απόμερη γωνιά, όπου θα μπορούσε να τη ρωτήσει μερικά πράγματα κι έπειτα να την ξεφορτωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή πρόσεξε άλλη μία Καφετιά, μια παχουλή γυναίκα, πιο μελαψή κι απ’ τη Ζεμάιλ, που τις παρατηρούσε από ένα σημείο λίγο πιο κάτω στον διάδρομο. Η Έιντεν κι η Ζεμάιλ θεωρούνταν μάλλον ανίσχυρες στη Δύναμη, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να τις ξεκάνει ταυτόχρονα. Τι γύρευαν, άραγε, κι οι δύο εδώ κάτω; Σπάνια τις έβλεπε κανείς εκεί γύρω, αφού κυρίως πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα δωμάτια των επάνω διαζωμάτων, που μοιράζονταν με τη Νυέιν, την τρίτη Θαλασσινή αδελφή, και το περιβόητο Δέκατο Τρίτο Θεματοφυλάκιο, όπου κρατούνταν τα μυστικά αρχεία. Κι οι τρεις τους δούλευαν εκεί με εξοντωτικούς ρυθμούς. Η Αλβιάριν άρχισε να προχωράει, πασχίζοντας να πείσει τον εαυτό της ότι εκδήλωνε νευρικότητα δίχως λόγο, αλλά δεν κατάφερε να απαλύνει αυτή την έντονη αίσθηση ανάμεσα στους ώμους της.
Η απουσία των βιβλιοθηκαρίων που φρουρούσαν την μπροστινή είσοδο αύξησε την ανησυχία της. Οι βιβλιοθηκάριοι πάντα στέκονταν σε κάθε είσοδο, φροντίζοντας να μη λείψει ούτε ένα κομματάκι χαρτί από τη βιβλιοθήκη δίχως να έχουν οι ίδιες πλήρη επίγνωση. Η Αλβιάριν διαβίβασε, για να ανοίξει μία από τις ψηλές σκαλιστές πόρτες πριν ακόμα τη φτάσει, και την άφησε να στέκεται ανοικτή στους μπρούντζινους αρμούς της καθώς η ίδια άρχισε να κατεβαίνει τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλοπάτια. Το πλατύ πέτρινο μονοπάτι με τις σειρές από βελανιδιές που οδηγούσε στον πανύψηλο λευκό άξονα του Πύργου είχε καθαριστεί, αλλά και να μην είχε καθαριστεί, η Αλβιάριν θα χρησιμοποιούσε τη Δύναμη για να λιώσει το χιόνι μπροστά στα πόδια της, κι ας σκέφτονταν οι άλλες ό,τι ήθελαν. Η Μεσάνα είχε καταστήσει σαφές ότι, όποιος διακινδύνευε να μάθει την ύφανση του Ταξιδέματος, θα πλήρωνε πολύ ακριβά το τίμημα. Άλλωστε, αν ήξερε την ύφανση, θα Ταξίδευε μέσα σε ένα λεπτό. Με τον Πύργο ακριβώς μπροστά της, να δεσπόζει πάνω από τα δέντρα και να λαμποκοπά στο αχνό ηλιόφως του πρωινού, θα μπορούσε να βρεθεί εκεί μ’ ένα της βήμα. Αντί γι’ αυτό, όμως, κατέπνιξε την παρόρμηση να τρέξει.