Δεν της προκάλεσε εντύπωση που βρήκε τους πλατιούς, ψηλούς διαδρόμους του Πύργου άδειους. Μερικοί βιαστικοί υπηρέτες, με τη λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον στο στήθος, άρχισαν τις υποκλίσεις καθώς τους προσπερνούσε, αλλά ήταν λιγότερο σημαντικοί κι από τα ρεύματα του αέρα, που έκαναν τους επίχρυσους όρθιους φανούς να τρεμοπαίζουν και τα ζωηρόχρωμα κρεμαστά χαλιά στους χιονάτους τοίχους να αναδεύονται. Τούτες τις μέρες, φυσικά, οι αδελφές κλείνονταν στα διαμερίσματα των Άτζα τους όσο το δυνατόν περισσότερο, κι εκτός κι αν συναντούσε κάποιο μέλος του δικού της σιναφιού, ακόμα και μια Άες Σεντάι που ανήκε στο Μαύρο Άτζα δεν θα της πρόσφερε τίποτα. Εκείνη τις ήξερε, αλλά εκείνες δεν την ήξεραν. Επιπλέον, δεν σκόπευε να αποκαλυφθεί σε καμία αν δεν ήταν ανάγκη. Ίσως μερικά από αυτά τα θαυμαστά όργανα της Εποχής των Θρύλων, για τα οποία είχε κάνει λόγο η Μεσάνα, να της επέτρεπαν κάποια μέρα να ανακρίνει άμεσα οποιαδήποτε αδελφή θα συναντούσε, με την προϋπόθεση ότι η γυναίκα θα τα φανέρωνε, αλλά προς το παρόν εξακολουθούσαν να ισχύουν οι κωδικοποιημένες εντολές, αφημένες σε μαξιλάρια ή σε μυστικά σημεία. Αυτό που κάποτε έμοιαζε με σχεδόν άμεσες αντιδράσεις, φάνταζε τώρα σαν ατελείωτη αναμονή. Ένας ρωμαλέος, καραφλός υπηρέτης, που εκείνη τη στιγμή υποκλινόταν, ξερόβηξε ηχηρά κι η Αλβιάριν πάσχισε να φανεί ήρεμη. Υπερηφανευόταν για την ψυχρή κι απόμακρη εντύπωση που έδινε, παρουσιάζοντας πάντα μια παγερή κι ατάραχη όψη. Όπως και να έχει, το να είναι κατηφής μέσα στον Πύργο δεν θα την οδηγούσε πουθενά.
Υπήρχε ένα άτομο στον Πύργο που η Αλβιάριν ήξερε ακριβώς πού θα το έβρισκε, κάποια από την οποία μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει απαντήσεις χωρίς να φοβάται τι θα σκεφτόταν. Βέβαια, ακόμα κι εδώ χρειαζόταν λίγη προσοχή —οι απρόσεκτες ερωτήσεις αποκάλυπταν πιο πολλά απ’ ό,τι άξιζαν οι περισσότερες απαντήσεις— αλλά η Ελάιντα θα μπορούσε να της τα πει όλα. Αναστέναξε κι άρχισε να ανεβαίνει.
Η Μεσάνα τής είχε αναφέρει ένα ακόμη θαύμα της Εποχής των Θρύλων, κάτι που πολύ θα ήθελε να δει. Λεγόταν «ανελκυστήρας». Οι ιπτάμενες μηχανές, βέβαια, έδιναν πολύ πιο μεγαλοπρεπή εντύπωση, αλλά ήταν ευκολότερο να φανταστεί μια μηχανική επινόηση που μπορούσε να σε μεταφέρει από όροφο σε όροφο. Δεν ήταν απολύτως σίγουρη πως είχαν υπάρξει στον κόσμο κτήρια αρκετές φορές ψηλότερα του Λευκού Πύργου —σε ολόκληρη την υφήλιο, ούτε καν η Πέτρα του Δακρύου δεν συναγωνιζόταν το ύψος του Πύργου— αλλά και μόνο η επίγνωση των «ανελκυστήρων» αρκούσε για να της φανεί ιδιαίτερα κοπιαστικό το σκαρφάλωμα των σπειροειδών διαδρόμων και των μεγαλόπρεπων σκαλωσιών.
Έκανε μια στάση στο γραφείο της Άμερλιν, κάπου τρία πατώματα πάνω, αλλά, όπως αναμενόταν, και τα δύο δωμάτια ήταν αδειανά, ενώ τα γυμνά τραπέζια ήταν καλογυαλισμένα. Και τα ίδια τα δωμάτια φάνταζαν γυμνά, καθότι δεν υπήρχαν ταπισερί και στολίδια, παρά μόνο τραπέζια, καθίσματα κι αφώτιστοι όρθιοι φανοί. Η Ελάιντα σπάνια κατέβαινε από τα διαμερίσματά της, κοντά στην κορυφή του Πύργου, κάτι που το πάλαι ποτέ θεωρούνταν αποδεκτό, μια κι έτσι η Άμερλιν απομονωνόταν ευκολότερα από τον υπόλοιπο Πύργο. Ελάχιστες αδελφές σκαρφάλωναν μέχρις αυτού του σημείου με τη θέλησή τους. Σήμερα, ωστόσο, από τη στιγμή που η Αλβιάριν είχε ήδη σκαρφαλώσει σχεδόν ογδόντα απλωσιές, σκεφτόταν σοβαρά να αναγκάσει την Ελάιντα να κατέβει.
Το καθιστικό της Ελάιντα ήταν άδειο, βέβαια, μολονότι ένας φάκελος με χαρτιά πάνω στο γραφείο μαρτυρούσε ότι κάποιος είχε βρεθεί εκεί πριν από λίγο. Ωστόσο, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να δει το περιεχόμενο και να κρίνει αν η Ελάιντα έπρεπε να τιμωρηθεί επειδή τα είχε στην κατοχή της. Η Αλβιάριν άφησε τον μανδύα της στο γραφείο κι άνοιξε την πόρτα με την πρόσφατα σκαλισμένη Φλόγα της Ταρ Βάλον, από την οποία έλειπε μόνον ένα στρώμα επιχρύσωσης κι οδηγούσε βαθύτερα στα διαμερίσματα.
Εξεπλάγη με την ανακούφιση που ένιωσε μόλις είδε την Ελάιντα να κάθεται πίσω από το σκαλισμένο κι επιχρυσωμένο γραφείο, με το εφτάριγο —ή, μάλλον, εξάριγο πλέον— επιτραχήλιο γύρω από τον λαιμό της και την καμωμένη από φεγγαρόπετρες Φλόγα της Ταρ Βάλον να ξεχωρίζει ανάμεσα στα χρυσά ποικίλματα της ράχης του καθίσματος πάνω από το κεφάλι της. Μια βασανιστική ανησυχία, την οποία δεν είχε αφήσει να εξωτερικευτεί μέχρι τώρα, ήταν η πιθανότητα να είχε πεθάνει εξαιτίας κάποιου ανόητου ατυχήματος, κάτι που θα εξηγούσε το σχόλιο της Ζεμάιλ. Η εκλογή νέας Άμερλιν μπορεί να έπαιρνε μήνες, ακόμα και με τις επαναστάτριες ή οποιονδήποτε άλλον προ των πυλών, αλλά οι μέρες της ως Τηρήτριας θα ήταν μετρημένες. Αυτό, όμως, που την ξάφνιασε περισσότερο κι από την ανακούφιση που ένιωσε ήταν η παρουσία των μισών και παραπάνω Καθημένων στην Αίθουσα, στημένων μπροστά από το γραφείο, με τα κροσσωτά τους επώμια. Κάτι ήξερε η Ελάιντα που τιμούσε αυτού του είδους την αντιπροσωπεία με την παρουσία της. Το τεράστιο επιχρυσωμένο ρολόι τοίχου, τόσο παραφορτωμένο με στολίδια, ώστε φάνταζε φθηνιάρικο, ήχησε αρμονικά δύο φορές, σημαίνοντας την Υψηλή Ώρα, ενώ οι μικρές σμαλτωμένες φιγούρες των Άες Σεντάι ξεπήδησαν από τις μικροσκοπικές πόρτες στην πρόσοψή του καθώς η Αλβιάριν άνοιγε το στόμα της για να αναγγείλει στις Καθήμενες ότι έπρεπε να συσκεφθεί ιδιαιτέρως με την Άμερλιν, κάτι που θα τις ανάγκαζε να φύγουν χωρίς γκρίνιες κι άγριες ματιές. Ως Τηρήτρια, κανονικά δεν είχε το δικαίωμα για να τις διατάξει να φύγουν, αλλά ήξεραν καλά ότι η εξουσία της εκτεινόταν πέραν του επωμίου της, αν και δεν είχαν ιδέα πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο.