Выбрать главу

«Αλβιάριν», είπε η Ελάιντα, πριν η γυναίκα προλάβει να πει κουβέντα, κι η φωνή της ήταν γεμάτη έκπληξη. Η σκληράδα στο πρόσωπο της Ελάιντα χαλάρωσε κι η ίδια φάνηκε μάλλον ευχαριστημένη. Το στόμα της συστράφηκε και κάτι σαν χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Η Ελάιντα δεν είχε λόγους να χαμογελάει εδώ κι αρκετό καιρό. «Κάτσε εκεί και κάνε ησυχία μέχρι να βρω χρόνο να ασχοληθώ μαζί σου», είπε, κουνώντας αυτοκρατορικά το χέρι της προς μία γωνιά του δωματίου. Οι Καθήμενες μετακινήθηκαν ανήσυχα κι άρχισαν να σιάζουν τα επώμιά τους. Η Σουάνα, μια εύρωστη γυναίκα, έριξε ένα σκληρό βλέμμα στην Αλβιάριν, ενώ η Σέβαν, ψηλή σαν άντρας κι εξίσου πλατύστερνη, την κοίταξε κατάματα κι ανέκφραστα, αν κι οι υπόλοιπες απέφυγαν τη ματιά της.

Η Αλβιάριν απέμεινε να χάσκει αποσβολωμένη κι άκαμπτη στο μεταξωτό χαλί με τα ζωηρά σχέδιά. Αυτό εδώ δεν ήταν απλώς ανταρσία εκ μέρους της Ελάιντα — αυτή η γυναίκα μάλλον είχε αποτρελαθεί!— αλλά τι στο όνομα του Μεγάλου Άρχοντα είχε συμβεί για να αποκτήσει τόσο θράσος;

Το χέρι της Ελάιντα έπεσε με κρότο στην επιφάνεια του γραφείου, ένα χτύπημα που έκανε ένα από τα λουστραρισμένα κουτιά να αναπηδήσει. «Όταν σε προστάζω να κάτσεις στη γωνία, Κόρη», είπε μιλώντας σιγανά και με πολύ επικίνδυνο τόνο, «περιμένω να υπακούσεις». Τα μάτια της λαμπύρισαν. «Ή μήπως πρέπει να καλέσω την Κυρά των Μαθητευομένων για να παρακολουθήσουν κι οι αδελφές την "ιδιαίτερη" τιμωρία σου;»

Ένα κοκκίνισμα πλημμύρισε το πρόσωπο της Αλβιάριν, που φανέρωνε εν μέρει ταπείνωση κι εν μέρει οργή. Ήταν πρωτοφανές να ακούει κάποια να της μιλάει κατάμουτρα με αυτόν τον τρόπο! Φόβος ξεπήδησε από μέσα της, αναστατώνοντας τα σωθικά της. Λίγα λόγια εκ μέρους της θα αρκούσαν για να κατηγορηθεί εις διπλούν η Ελάιντα επειδή είχε στείλει τις αδελφές στην καταστροφή τους και στην αιχμαλωσία. Ήδη είχαν αρχίσει να σχηματίζονται φήμες σχετικά με τα γεγονότα στην Καιρχίν. Φήμες ομιχλώδεις κι αόριστες προς το παρόν, αλλά που έτειναν κάθε μέρα να γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες. Επιπλέον, από τη στιγμή που θα μαθευόταν ότι η Ελάιντα είχε στείλει πενήντα αδελφές ενάντια σε εκατοντάδες άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης, ούτε οι επαναστατημένες αδελφές που ξεχειμώνιαζαν στο Μουράντυ με τον στρατό τους δεν θα ήταν ικανές να διατηρήσουν το επιτραχήλιο, ή το ίδιο το κεφάλι, της Άμερλιν πάνω στους ώμους της. Δεν θα τολμούσε με τίποτα να κάνει κάτι τέτοιο. Εκτός αν... Εκτός αν δυσφημούσε την Αλβιάριν ως μέλος του Μαύρου Άτζα, κάτι που θα την έκανε να κερδίσει λίγο χρόνο. Ελάχιστο, βέβαια, από τη στιγμή που κι γεγονότα σχετικά με τα Πηγάδια του Ντουμάι και τον Μαύρο Πύργο θα γίνονταν γνωστά, αλλά η Ελάιντα ήταν έτοιμη να πιαστεί από οπουδήποτε. Όχι, δεν ήταν δυνατόν, αποκλείεται να ήταν δυνατόν. Σίγουρα, η διαφυγή ήταν αδύνατη. Αν μη τι άλλο, αν η Ελάιντα ήταν έτοιμη να προβεί σε ενοχοποιήσεις, το φευγιό θα ήταν η επιβεβαίωσή τους. Από την άλλη, αν η Αλβιάριν το έσκαγε, η Μεσάνα θα την έβρισκε και θα τη σκότωνε. Όλα αυτά άστραψαν μες στο μυαλό της καθώς έσερνε τα μολυβένια της πόδια για να σταθεί στη γωνία σαν μετανιωμένη μαθητευόμενη. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, θα υπήρχε τρόπος να συνέλθει. Πάντα υπήρχε τρόπος. Αν άκουγε, ίσως να τον έβρισκε. Άλλωστε, θα μπορούσε να προσευχηθεί, αν υποθέσουμε πως ο Άρχων του Σκότους εισάκουγε τις προσευχές.

Η Ελάιντα την περιεργάστηκε για λίγο κι έπειτα ένευσε ικανοποιημένη. Ωστόσο, τα μάτια της εξακολουθούσαν να λάμπουν από έξαψη. Ανασήκωσε το καπάκι ενός από τα τρία λακαρισμένα κουτιά πάνω στο γραφείο, τράβηξε ένα μικρό φιλντισένιο ομοίωμα χελώνας, μαυρισμένο από την πολυκαιρία, κι άρχισε να το χαϊδεύει με τα δάχτυλά της. Το είχε συνήθειο να θωπεύει τα σκαλιστά ομοιώματα των κουτιών όταν ήθελε να καταπραΰνει τα νεύρα της. «Λοιπόν», είπε. «Μου εξηγούσατε γιατί πρέπει να μπω σε διαδικασία διαπραγματεύσεων».