Выбрать главу

«Έχεις τον λόγο μου πως θα κάνω ό,τι μπορώ», είπε κουρασμένα. «Τι άλλο θέλει η Ελάιντα από μένα;»

Ο ουρανός πάνω από το Κάεμλυν ήταν καθαρός, ο ήλιος μια χρυσαφένια μπάλα κοντά στο ζενίθ. Άπλωνε ένα λαμπερό φως πάνω στη λευκή κουβέρτα που κάλυπτε τη γύρω περιοχή, αλλά δεν εξέπεμπε ζεστασιά. Ωστόσο, ο καιρός ήταν πιο ζεστός απ’ όσο περίμενε ο Ντάβραμ Μπασίρε στην πατρίδα του, τη Σαλδαία, αν και δεν μετάνιωνε καθόλου για τη γούνα από νυφίτσα που στεφάνωνε τον καινούργιο του μανδύα. Πάντως, το κρύο ήταν αρκετό ώστε η ανάσα του να σχηματίσει πάχνη στα πυκνά μουστάκια του, δίνοντάς τους ένα χρώμα πιο λευκό από εκείνο που τους έδιναν τα χρόνια. Με το χιόνι έως τον αστράγαλο, ο άντρας στεκόταν ανάμεσα στα άφυλλα δέντρα, σε ένα ύψωμα περίπου ένα μίλι βόρεια του Κάεμλυν. Κοιτούσε μέσα από ένα μακρόστενο χρυσοποίκιλτο ματογυάλι, παρατηρώντας τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα πιο χαμηλά, σε απόσταση ενός μιλίου νότια από το σημείο που βρισκόταν. Ο Γοργός τον άγγιξε ανυπόμονα με τη μουσούδα του στον ώμο, αλλά ο άντρας αγνόησε το καστανοκόκκινο ζώο. Στον Γοργό δεν άρεσε να στέκεται ακίνητος, αλλά υπήρχαν φορές που έπρεπε να το κάνεις, είτε το ήθελες είτε όχι.

Ανάμεσα στα σκόρπια δέντρα απλωνόταν ένα στρατόπεδο, γεφυρώνοντας τον δρόμο προς την Ταρ Βάλον, με τους στρατιώτες να ξεφορτώνουν εμπορεύματα από τις καρότσες, να σκάβουν αφοδευτήρια, να στήνουν σκηνές και να ανυψώνουν πρόχειρα υπόστεγα, φτιαγμένα από θάμνους και κλωνάρια σκορπισμένα σε αρμαθιές ποικίλων μεγεθών, ενώ οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες είχαν από κοντά τους ανθρώπους τους. Περίμεναν πως θα παρέμεναν για κάμποσο καιρό στο συγκεκριμένο μέρος. Κρίνοντας από την παράταξη των αλόγων και τη γενική έκταση του στρατοπέδου, υπολόγισε πως υπήρχαν πέντε χιλιάδες άντρες, συν-πλην μερικές εκατοντάδες. Πολεμιστές, κατασκευαστές βελών, πεταλωτές, οπλουργοί, πλύστρες, αμαξάδες και διάφοροι άλλοι ακόλουθοι διπλάσιοι σε αριθμό, αν και, ως είθισται, έφτιαχναν τον δικό τους ξεχωριστό καταυλισμό στις παρυφές του μεγαλύτερου. Οι πιο πολλοί από τους ακολούθους πιότερο ατένιζαν το ύψωμα πάνω στο οποίο βρισκόταν ο Μπασίρε παρά δούλευαν. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποιος στρατιώτης σταματούσε τη δουλειά του για να κοιτάξει ψηλά, αλλά οι λαβαροφόροι κι οι αρχηγοί των ουλαμών τον ανάγκαζαν γρήγορα να επιστρέψει σ’ αυτή. Απ’ όσο πρόσεξε ο Μπασίρε, οι ευγενείς κι οι αξιωματικοί που ίππευαν γύρω στο αγουροξυπνημένο στρατόπεδο δεν έριχναν ούτε ματιά βόρεια. Μια πτυχή γης τούς έκρυβε από την πόλη, παρ’ όλο που από το ύψωμά του μπορούσε να διακρίνει τα γκρίζα τείχη με τις ασημιές λωρίδες. Η πόλη, φυσικά, ήξερε ότι βρίσκονταν εκεί· είχαν φροντίσει να γνωστοποιήσουν την άφιξή τους το ίδιο πρωί, με σάλπιγγες και λάβαρα ορατά από τα τείχη μεν, αλλά εκτός βεληνεκούς των τόξων.

Η πολιορκία μιας πόλης με ψηλά και γερά τείχη, που απλώνονταν σε μια περίμετρο τουλάχιστον έξι λευγών, δεν ήταν απλό ζήτημα και γινόταν ακόμα πιο πολύπλοκο λόγω της ύπαρξης του Κάτω Κάεμλυν, αυτού του λαβύρινθου από πλίνθινα και πέτρινα σπίτια και μαγαζιά, αποθήκες χωρίς παράθυρα και τεράστια παζάρια, που εκτεινόταν εκτός των τειχών του Κάεμλυν. Πάντως, είχαν στηθεί εφτά ακόμη στρατόπεδα, διασκορπισμένα γύρω από την πόλη, καλύπτοντας κάθε δρόμο και κάθε πύλη από την οποία ο πληθυσμός θα μπορούσε να εξέλθει μαζικά. Είχαν στηθεί φρουρές, ενώ οι παρατηρητές ενέδρευαν στα εγκαταλειμμένα πλέον κτήρια του Κάτω Κάεμλυν. Κάποιες μικρές ομάδες ίσως μπορούσαν να περάσουν στο εσωτερικό της πόλης, μεταφέροντας πιθανόν και μερικά υποζύγια κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν αρκετά για να θρέψουν τον πληθυσμό μίας από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Ο λιμός κι οι αρρώστιες συνήθως έδιναν τέλος σε μια πολιορκία, καθώς λειτουργούσαν αποτελεσματικότερα από τα ξίφη και τις πολιορκητικές μηχανές. Το μόνο ερώτημα ήταν αν θα υπέκυπταν πρώτα οι πολιορκημένοι ή ο πολιορκητικός στρατός.

Το σχέδιο ήταν καλοστημένο κι είχε μελετηθεί εξονυχιστικά από κάποιον, αλλά αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν η παρουσία των λαβάρων στο στρατόπεδο. Το ματογυάλι του ήταν αρκετά ισχυρό, κατασκευασμένο από έναν Καιρχινό ονόματι Τοβίρ, δώρο από τον Ραντ αλ’Θόρ, και μπορούσε να ξεχωρίσει τα περισσότερα λάβαρα όταν η παραμικρή αύρα τα έκανε να κυματίζουν. Γνώριζε κάμποσα πράγματα σχετικά με τα οικόσημα των Αντορινών, οπότε μπορούσε να ξεχωρίσει τη Βελανιδιά και το Τσεκούρι του Ντόλιν Άρμαν, όπως επίσης και τα πέντε Ασημένια Άστρα της Νταερίλα Ρένεντ, καθώς και κάμποσα ακόμα λάβαρα ευγενών κατώτερης τάξης, που υποστήριζαν τη Νάεαν Άρων στη διεκδίκηση του Θρόνου του Λιονταριού και του Ρόδινου Στέμματος του Άντορ. Ωστόσο, εκεί κάτω βρίσκονταν και το διασταυρούμενο Κόκκινο Τείχος του Τζέιλιν Μάραν, το ζευγάρι των Λευκών Λεοπαρδάλεων της Κάρλυς Άνκεριν και το χρυσαφί Φτερωτό Χέρι του Έραμ Τάλκεντ. Σύμφωνα με τις αναφορές, όλοι αυτοί είχαν ορκιστεί στην αντίπαλο της Νάεαν, την Ελένια Σάραντ. Η συνύπαρξή τους με τους άλλους ήταν σαν να βλέπεις λύκους και κυνηγόσκυλα να μοιράζονται το ίδιο γεύμα, κάνοντας, μάλιστα, προπόσεις με καλό κρασί.