Выбрать главу

«Το Καφέ», άρχισε να λέει η Σέβαν, αλλά σούφρωσε τα χείλη της σκεπτική κι αποφάσισε να μη συνεχίσει. Εξωτερικά, έμοιαζε εντελώς ισορροπημένη, αν κι ασυνείδητα έτριβε τους μακρόστενους αντίχειρές της πάνω στους κοκαλιάρικους δείκτες της. «Το Καφέ είναι ξεκάθαρο όσον αφορά στο ιστορικό προηγούμενο. Όλες σας έχετε διαβάσει τη μυστική ιστορία, κι αν δεν το έχετε κάνει, θα έπρεπε. Όποτε ο Πύργος ήταν διχασμένος, ακολουθούσε όλεθρος για όλον τον κόσμο. Με την Τελευταία Μάχη προ των πυλών, σ’ έναν κόσμο που εμπεριέχει τον Μαύρο Πύργο, δεν πρέπει να παραμείνουμε διχασμένες ούτε μία μέρα».

Δύσκολα θα έλεγε κανείς πως το πρόσωπο της Ελάιντα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο σκοτεινό, αλλά στην αναφορά του Μαύρου Πύργου, έγινε. «Και το Πράσινο;» Η φωνή της ακουγόταν ακόμα ελεγχόμενη.

Και οι τρεις Πράσινες Καθήμενες ήταν παρούσες, κάτι που υποδήλωνε ή ότι αλληλοϋποστηρίζονταν μεταξύ τους με θέρμη ή ότι ήταν πολύ μεγάλη η πίεση εκ μέρους της επικεφαλής των Πρασίνων. Η Τάλεν, σαν ανώτερη, ήταν εκείνη που θα έπρεπε να δώσει μια απάντηση στην Ελάιντα —οι Πράσινες ήταν εξαιρετικά σχολαστικές με την ιεραρχία σχεδόν σε όλα— αλλά η ψηλή χρυσομάλλα γυναίκα έριξε για κάποιο λόγο μια ματιά στη Γιουκίρι κι αμέσως μετά, περιέργως, στην Ντόεσιν. Κατόπιν, χαμήλωσε τη ματιά της και στάθηκε ακίνητη, τραβώντας αφηρημένα την πράσινη μεταξένια φούστα της. Η Ρίνα συνοφρυώθηκε ελαφρά, ζαρώνοντας απορημένα την ανασηκωμένη της μύτη, αλλά μια και φορούσε το επώμιο για λιγότερο από πενήντα χρόνια, εναπόκειτο στη Ρουμπίντε να απαντήσει. Η Ρουμπίντε ήταν μια σθεναρή γυναίκα, αν και πλάι στην Τάλεν φάνταζε κοντόχοντρη και σχεδόν συνηθισμένη, παρά τα ζαφειρένια της μάτια.

«Μου δόθηκε εντολή να κάνω τις ίδιες παρατηρήσεις με τη Σέβαν», είπε, αγνοώντας το ξαφνιασμένο βλέμμα που της έριξε η Ρίνα. Ήταν ολοφάνερο ότι η Αντελόρνα, η Πράσινη «Στρατηγός», είχε πιέσει τα πράγματα, κι ήταν εξίσου ολοφάνερο ότι η Ρουμπίντε διαφωνούσε για το κατά πόσον επιθυμούσε να το κάνει δημοσίως γνωστό. «Η Τάρμον Γκάι’ντον είναι καθ’ οδόν, ο Μαύρος Πύργος δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μεγάλη απειλή, κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι εξαφανισμένος, αν όχι νεκρός. Δεν έχουμε περιθώριο να παραμείνουμε διχασμένες. Αν η Αντάγια μπορεί να πείσει τις επαναστάτριες να επιστρέψουν στον Πύργο, πρέπει να της δώσουμε μια ευκαιρία να το προσπαθήσει».

«Κατάλαβα», είπε άτονα η Ελάιντα. Παραδόξως, το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλά της κι ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Τότε, έχετε την άδειά μου να προσπαθήσετε να τις μεταπείσετε αν μπορείτε. Τα διατάγματά μου, όμως, εξακολουθούν να ισχύουν. Το Γαλάζιο Άτζα δεν υπάρχει πια και κάθε αδελφή που θα ακολουθήσει αυτή την παιδούλα, την Εγκουέν αλ’Βέρ, θα αναγκαστεί σε πράξη μετάνοιας υπό την καθοδήγησή μου πριν ξαναγίνει δεκτή σε οποιοδήποτε Άτζα. Σκοπεύω να ενώσω τον Λευκό Πύργο, να τον χρησιμοποιήσω ως όπλο στην Τάρμον Γκάι’ντον».

Η Φεράν κι η Σουάνα κάτι πήγαν να πουν, με την ένσταση να διαγράφεται έντονη στα πρόσωπά τους, αλλά η Ελάιντα τις διέκοψε ανασηκώνοντας το χέρι της. «Μίλησα, κόρες. Και τώρα, φύγετε. Και φροντίστε να πάνε καλά οι... διαπραγματεύσεις».

Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Καθήμενες ήταν να δείξουν ανοικτά την περιφρόνησή τους. Τα δικαιώματα της Αίθουσας ήταν και δικά τους, αλλά η Αίθουσα σπάνια τολμούσε να παραβιάσει την εξουσία της Έδρας της Άμερλιν, εκτός αν ήταν ενωμένη ενάντια στην Άμερλιν, αλλά η συγκεκριμένη Αίθουσα μόνο ενωμένη δεν ήταν, κάτι που είχε φροντίσει να διασφαλίσει η Αλβιάριν. Η Φεράν με τη Σουάνα έφυγαν, στητές και με σφιγμένα χείλη, ενώ η Αντάγια μόνο που δεν το έβαλε στα πόδια. Καμία δεν κοίταξε προς την κατεύθυνση της Αλβιάριν.

Η γυναίκα δεν περίμενε καν να κλείσει η πόρτα πίσω από την τελευταία αδελφή. «Καταλαβαίνεις, Ελάιντα, ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό, όχι να παρασύρεσαι από περιστασιακές θυμηδίες». Ήξερε ότι φλυαρούσε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. «Η καταστροφή στα Πηγάδια του Ντουμάι κι η σχεδόν σίγουρη καταστροφή στον Μαύρο Πύργο είναι ικανές να σε ανατρέψουν. Με χρειάζεσαι για να εξακολουθήσεις να έχεις στην κατοχή σου τη ράβδο και το επιτραχήλιο. Με χρειάζεσαι, Ελάιντα. Εσύ...» Έκλεισε ερμητικά το στόμα της πριν η γλώσσα της μαρτυρήσει τα πάντα. Θα έπρεπε να υπάρχει άλλος τρόπος.

«Εκπλήσσομαι που επέστρεψες», είπε η Ελάιντα. Σηκώθηκε, τακτοποιώντας την κόκκινη ριγωτή φούστα της. Ποτέ της δεν παρέκκλινε από το συνήθειο να ντύνεται ως Κόκκινη. Παραδόξως, χαμογελούσε καθώς έκανε τον γύρο του τραπεζιού, και το χαμόγελο αυτό δεν ήταν μια απλή υποψία αλλά ένα πλήρες κύρτωμα των χειλιών της, που δήλωνε ικανοποίηση. «Μήπως κρυβόσουν μέσα στην πόλη από τότε που κατέφθασαν οι επαναστάτριες; Νόμιζα πως, μόλις το έμαθες, πήρες το πρώτο πλοίο που βρήκες μπροστά σου. Ποιος να το πίστευε ότι ανακάλυψαν ξανά το Ταξίδεμα; Φαντάσου τι μπορούμε να κάνουμε εμείς μόλις το μάθουμε». Εξακολουθώντας να χαμογελάει, βάδισε με μια κίνηση σαν να γλιστρούσε πάνω στο χαλί.