Выбрать главу

«Λοιπόν, για να δούμε. Έχω να φοβάμαι κάτι από σένα; Οι ιστορίες που διαδίδονται από την Καιρχίν δεν είναι παρά παραμύθια του Πύργου, αλλά ακόμα κι αν οι αδελφές όντως υπακούνε σε αυτό το αγοράκι, τον αλ’Θόρ, πράγμα το οποίο προσωπικά δεν πιστεύω, όλοι κατηγορούν την Κόιρεν, η οποία είχε την απόλυτη ευθύνη του ερχομού του εδώ. Άρα, σύμφωνα με τις αδελφές, πρέπει να υποβληθεί σε ανάκριση και να καταδικαστεί». Η Ελάιντα σταμάτησε μπροστά στην Αλβιάριν, στριμώχνοντάς τη στη γωνία. Το χαμόγελό δεν άγγιξε ποτέ τα μάτια της, τα οποία γυάλιζαν. Η Αλβιάριν αδυνατούσε να αποτραβηχτεί από αυτό το βλέμμα. «Μέσα στην τελευταία βδομάδα ακούστηκαν πολλά και για τον Μαύρο Πύργο». Στην αναφορά του ονόματος, τα χείλη της Ελάιντα συσπάστηκαν από αηδία. «Φαίνεται πως υπάρχουν πολύ περισσότεροι άντρες απ’ όσους υπέθεσες, αλλά όλοι θεώρησαν πως η Τοβέιν θα σκεφτόταν να μάθει πληροφορίες πριν επιτεθεί. Κάναμε κάμποσες συζητήσεις γύρω από αυτό το θέμα. Αν επιστρέψει ηττημένη και με την ουρά στα σκέλια, θα υποστεί τις ανάλογες συνέπειες. Έτσι, οι απειλές σου...»

Η Αλβιάριν τρίκλισε πάνω στον τοίχο, πασχίζοντας να διώξει από μπροστά της τις φωτεινές κουκίδες, πριν συνειδητοποιήσει πως η άλλη γυναίκα την είχε χαστουκίσει. Ένιωθε ήδη το μάγουλό της πρησμένο. Η λάμψη του σαϊντάρ είχε ήδη περικυκλώσει την Ελάιντα κι η θωράκιση είχε ακινητοποιήσει την Αλβιάριν πριν προλάβει να κουνηθεί, αποκόπτοντάς την από τη Δύναμη. Η Ελάιντα όμως, δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη. Εξακολουθώντας να χαμογελάει, τράβηξε προς τα πίσω τη γροθιά της.

Αργά, η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε το χέρι της να πέσει, αν και δεν απέσυρε τη θωράκιση. «Θα το χρησιμοποιήσεις στ’ αλήθεια αυτό;» ρώτησε με σχεδόν ήπια φωνή.

Το χέρι της Αλβιάριν τινάχτηκε απότομα από τη λαβή του μαχαιριού στη ζώνη της. Το είχε αδράξει αντανακλαστικά, αλλά ακόμα κι αν η Ελάιντα δεν είχε στην κατοχή της τη Δύναμη, θα ήταν αυτοκτονία να τη σκοτώσει τη στιγμή που τόσες Καθήμενες γνώριζαν ότι οι δύο γυναίκες ήταν μαζί. Ωστόσο, το πρόσωπό της εξακολουθούσε να καίει όταν η Ελάιντα ρουθούνισε περιφρονητικά.

«Πολύ θα ήθελα να δω τον λαιμό σου στον τάκο του δήμιου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Αλβιάριν, αλλά μέχρι να βρω τις αποδείξεις που χρειάζομαι, μπορώ να κάνω μερικά πράγματα ακόμα. Μήπως θυμάσαι πόσες φορές ήρθε η Σιλβιάνα για να μου επιβάλει κατ’ ιδίαν τιμωρίες; Ελπίζω να θυμάσαι, γιατί, για κάθε μέρα που υπέφερα, εσύ θα υποφέρεις δέκα φορές παραπάνω. Α, και κάτι άλλο». Με μια απότομη κίνηση, τράβηξε άγρια το επιτραχήλιο της Τηρήτριας από τον λαιμό της Αλβιάριν. «Μια και κανείς δεν μπορούσε να σε βρει από τότε που κατέφθασαν οι επαναστάτριες, ζήτησα από την Αίθουσα να σε καθαιρέσει από Τηρήτρια. Φυσικά, δεν το ζήτησα από κάθε μέλος της, αφού μπορεί να ασκείς ακόμη κάποια επιρροή εκεί. Ωστόσο, αποδείχτηκε εξαιρετικά εύκολο να λάβω ομόφωνη συναίνεση από όλες όσες ήταν παρούσες εκείνη τη μέρα. Μια Τηρήτρια υποτίθεται πως βρίσκεται πλάι στην Άμερλιν που υπηρετεί, δεν σουλατσάρει όπου θέλει. Βέβαια, ίσως δεν ασκείς την παραμικρή επιρροή, μια κι αποδείχτηκε πως όλον αυτόν τον καιρό κρυβόσουν στην πόλη. Ή, μήπως, επέστρεψες νομίζοντας ότι θα βρεις τα πάντα κατεστραμμένα κι ότι θα μπορούσες να διασώσεις κάτι από τα συντρίμμια;

»Δεν έχει και πολλή σημασία. Ίσως θα ήταν καλύτερα για σένα να μπεις στο πρώτο πλοιάριο που θα αναχωρούσε από την Ταρ Βάλον. Πρέπει, όμως, να παραδεχτώ ότι η εικόνα τού να περιπλανιέσαι ντροπιασμένη από το ένα χωριό στο άλλο, χωρίς να τολμάς να δείξεις το πρόσωπό σου σε κάποια άλλη αδελφή, ωχριά μπροστά στην ευχαρίστηση που θα πάρω όταν σε δω να υποφέρεις. Τώρα, χάσου από μπροστά μου πριν αποφασίσω ότι ο ραβδισμός είναι προτιμότερος από τα λουριά της Σιλβιάνα». Απομακρύνθηκε, πετώντας κάτω το λευκό επιτραχήλιο κι απελευθερώνοντας το σαϊντάρ. Κατευθύνθηκε στο κάθισμά της, λες κι η Αλβιάριν είχε πάψει πια να υπάρχει.

Η Αλβιάριν δεν έφυγε απλώς, το έβαλε στα πόδια, τρέχοντας μανιασμένα σαν να ένιωθε στον σβέρκο της την ανάσα των Σκοτεινόσκυλων. Από τη στιγμή που άκουσε τη λέξη προδοσία, δεν μπορούσε καλά-καλά να σκεφτεί. Η λέξη αυτή, έτσι όπως αντηχούσε στο μυαλό της, την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Η προδοσία σήμαινε μονάχα ένα πράγμα. Η Ελάιντα γνώριζε τα πάντα κι έψαχνε να βρει αποδείξεις. Ίσως ο Σκοτεινός Άρχων να έδειχνε οίκτο — κάτι που δεν έκανε ποτέ, ωστόσο. Ο οίκτος ήταν για τους φοβισμένους και τους αδύναμους. Η ίδια, όμως, δεν φοβόταν απλώς. Κόντευε να εκραγεί από τρόμο.