Выбрать главу

Ξαφνικά, το φως του δωματίου χαμήλωσε κι ο χώρος τυλίχτηκε στις περιδινούμενες σκιές του λυκόφωτος. Το ηλιόφως στα πλαίσια των παραθύρων έμοιαζε ανίκανο να διαπεράσει τα γυάλινα τζάμια. Η Αλβιάριν έπεσε αμέσως στα γόνατα χαμηλώνοντας τη ματιά της. Έτρεμε, επιθυμώντας όσο τίποτα άλλο να διώξει τους φόβους της, αλλά με τους Εκλεκτούς ήταν αναγκαίο να ακολουθηθεί το τυπικό. «Ζω για να σε υπηρετώ, Μεγάλη Αφέντρα», είπε, αυτό και τίποτα άλλο. Της ήταν αδύνατον να αντέξει λεπτό, πόσω μάλλον μία ολόκληρη ώρα, κραυγάζοντας από πόνο. Έσφιγγε δυνατά τα χέρια της, για να πάψουν να τρέμουν.

«Ποια είναι η επείγουσα ανάγκη για την οποία με καλείς, παιδί μου;» Η φωνή ήταν γυναικεία, κρυστάλλινη και καμπανιστή, αν κι η ηχώ της ακουγόταν κάπως δυσαρεστημένη. Ευτυχώς, γιατί αν ακουγόταν θυμωμένη, θα σήμαινε θάνατο επί τόπου. «Αν νομίζεις πως θα σηκώσω το δαχτυλάκι μου για να ανακτήσεις το επιτραχήλιο της Τηρήτριας, πλανάσαι. Μπορείς ακόμα να πραγματοποιήσεις αυτό που επιθυμώ, μόνο που θα χρειαστεί λίγη προσπάθεια. Θεώρησε δε την τιμωρία από την Κυρά των Μαθητευομένων ως ελάχιστη ποινή εκ μέρους μου. Σε προειδοποίησα να μην το παρατραβήξεις με την Ελάιντα».

Η Αλβιάριν ξεροκατάπιε, χωρίς καν να σκεφτεί να διαμαρτυρηθεί. Η Ελάιντα δεν ανήκε στις γυναίκες που λύγιζαν τόσο εύκολα. Η Μεσάνα έπρεπε να το γνωρίζει. Οι διαμαρτυρίες, όμως, όπως και πολλά άλλα πράγματα, είναι πάντα επικίνδυνες όταν έχεις απέναντι σου έναν Εκλεκτό. Όπως και να έχει, τα λουριά της Σιλβιάνα ήταν ψιλοπράγματα συγκριτικά με τον τάκο του δήμιου.

«Η Ελάιντα ξέρει τα πάντα, Αφέντρα», είπε ξέπνοα, ανασηκώνοντας ελάχιστα το βλέμμα της. Μπροστά της στεκόταν μια γυναίκα από φως και σκιές, ντυμένη στις φωτοσκιάσεις, στα κατάμαυρα και στα ασημόλευκα που έρρεαν και συγχωνεύονταν. Ασημιά μάτια την κοίταζαν βλοσυρά μέσα από ένα πρόσωπο φτιαγμένο από καπνό, ενώ τα ασημένια χείλη ήταν σφιγμένα κι ερμητικά κλειστά. Δεν ήταν παρά μια Ψευδαίσθηση, όχι καλύτερη από οποιαδήποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει η ίδια η Αλβιάριν. Μια υποψία πράσινης μεταξωτής φούστας, κεντητής με περίτεχνες ταινίες από ορείχαλκο, φάνηκε καθώς η Μεσάνα έκανε μια κίνηση, σαν να γλιστρούσε, πάνω στο Ντομανικό χαλί. Η Αλβιάριν, ωστόσο, δεν μπορούσε να διακρίνει τις υφάνσεις που έφτιαχναν την Ψευδαίσθηση, όπως δεν μπορούσε να αισθανθεί κι αυτές που είχε χρησιμοποιήσει η γυναίκα για να καταφθάσει ή για να σκιάσει το δωμάτιο. Απ’ όσο μπορούσε να διαισθανθεί, η Μεσάνα δεν διαβίβαζε καν! Ο πόθος γι’ αυτά τα δύο μυστικά συνήθως την κατέτρωγε, αλλά σήμερα ούτε καν του έδινε σημασία. «Γνωρίζει ότι ανήκω στο Μαύρο Άτζα, Μεγάλη Αφέντρα. Για να με ξεσκεπάσει, πάει να πει όχι έβαλε κάποιον να ψάξει πολύ βαθιά. Δεκάδες από τις όμοιες μας μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο, ίσως κι όλες». Καλύτερα να εξογκώνεις μια απειλή αν θέλεις να είσαι σίγουρη για ανταπόκριση. Ίσως αυτό να λειτουργούσε καλύτερα.

Η ανταπόκριση της Μεσάνα, όμως, ήταν μια αποπεμπτική κίνηση ενός ασημιού χεριού. Το πρόσωπό της λαμπύρισε σαν το φεγγάρι, ενώ τα μάτια της ήταν πιο μαύρα κι από κάρβουνα. «Γελοιότητες. Η Ελάιντα δεν μπορεί να αποφασίσει από τη μια μέρα στην άλλη αν πιστεύει στην ύπαρξη του Μαύρου Άτζα ή όχι. Απλώς, προσπαθείς να πονέσεις όσο το δυνατόν λιγότερο. Ίσως, όμως, λίγο περισσότερος πόνος σε διδάξει καλύτερα να μην κάνεις λάθη». Η Αλβιάριν άρχισε να την ικετεύει καθώς η Μεσάνα σήκωσε το χέρι της ψηλότερα, και μια ύφανση, την οποία θυμόταν πολύ καλά, σχηματίστηκε στον αέρα. Έπρεπε να κάνει αυτή τη γυναίκα να καταλάβει!

Ξαφνικά, οι σκιές του δωματίου τρεμόπαιξαν και καθετί φάνηκε να αλλάζει θέση καθώς το σκοτάδι πύκνωσε, μοιάζοντας πλέον με τεράστια μεταμεσονύχτια μάζα. Κατόπιν, το σκοτάδι χάθηκε. Κατάπληκτη, η Αλβιάριν βρέθηκε με τα χέρια της απλωμένα ικετευτικά προς το μέρος μιας γαλανομάτας γυναίκας από σάρκα και οστά, ντυμένης με μια πράσινη φορεσιά με χάλκινα κεντήματα. Μια γυναίκα με τρομερά οικείο πρόσωπο, σχεδόν μεσήλικη. Ήξερε καλά ότι η Μεσάνα κυκλοφορούσε στον Πύργο μεταμφιεσμένη σε κάποια από τις αδελφές, αν και κανένας από τους Εκλεκτούς που είχε συναντήσει δεν έδειχνε σημάδια θολερότητας, αλλά αδυνατούσε να ταιριάξει αυτό το πρόσωπο με κάποιο όνομα. Επιπλέον, συνειδητοποίησε και κάτι άλλο. Το πρόσωπο αυτό ήταν τρομαγμένο, αν και το έκρυβε καλά.

«Στάθηκε πολύ χρήσιμη», είπε η Μεσάνα χωρίς να ακούγεται διόλου φοβισμένη, με φωνή που υποδήλωνε κάποιου είδους αναγνώριση, «και τώρα θα χρειαστεί να τη σκοτώσω».

«Ανέκαθεν ήσουν... υπερβολικά σπάταλη», αποκρίθηκε μια τραχιά φωνή, σαν να τσακίζονταν σάπια κόκαλα κάτω από μπότα.