Η Αλβιάριν κόντεψε να σωριαστεί από το σοκ όταν αντίκρισε την ψηλή σιλουέτα ενός άντρα με κυματοειδή μαύρη θωράκιση, όλο αλληλεπικαλυπτόμενες πλάκες σαν λέπια φιδιού, να στέκεται μπροστά στο παράθυρο. Ωστόσο, δεν ήταν ακριβώς άντρας. Στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια, το αναιμικό πρόσωπο είχε μονάχα λείο, νεκρό και κατάλευκο δέρμα. Η γυναίκα είχε συναντήσει και στο παρελθόν έναν Μυρντράαλ στην υπηρεσία του Σκοτεινού Άρχοντα, καταφέρνοντας μάλιστα να κοιτάξει κατάματα το αόμματο βλέμμα του χωρίς να αφήσει να την κυριεύσει ο τρόμος που προκαλούσαν αυτές οι επίπονες ματιές, αλλά ετούτος εδώ την έκανε να συρθεί ψηλαφιστά στο πάτωμα, μέχρι που η πλάτη της χτύπησε στο πόδι ενός τραπεζιού. Τα Καρτέρια ήταν σαν δυο σταγόνες νερό, ψηλά, λυγερά κι απαράλλαχτα, αλλά αυτό εδώ ήταν ένα κεφάλι ψηλότερο κι έμοιαζε να ακτινοβολεί φόβο, που της τρυπούσε τα κόκαλα. Χωρίς να σκεφτεί καν, απλώθηκε για να αδράξει την Πηγή, και λίγο έλειψε να ουρλιάξει, Η Πηγή είχε εξαφανιστεί! Δεν ήταν καν θωρακισμένη. Απλούστατα, δεν υπήρχε τίποτα να αδράξει! Ο Μυρντράαλ την κοίταξε και χαμογέλασε. Τα Καρτέρια δεν χαμογελούσαν ποτέ. Ποτέ. Η ανάσα της έβγαινε σφυριχτή και τραχιά.
«Μπορεί να φανεί χρήσιμη», είπε ο Μυρντράαλ με οξεία κι εκνευριστική φωνή. «Δεν θα ήθελα να καταστραφεί το Μαύρο Άτζα».
«Και ποιος είσαι εσύ που προκαλείς μία Εκλεκτή;» απαίτησε να μάθει η Μεσάνα όλο περιφρόνηση» αλλά χάλασε την εντύπωση γλείφοντας τα χείλη της.
«Πιστεύεις πως το Χέρι της Σκιάς είναι μια απλή ονομασία;» Η φωνή του Μυρντράαλ είχε πάψει να τρίζει πλέον. Ακουγόταν κενή, λες και μούγκριζε μέσα από σπηλιές αφάνταστου βάθους. Το πλάσμα μεγάλωσε καθώς μιλούσε, εξογκώνοντας το μέγεθός του, μέχρι που το κεφάλι του άγγιξε την οροφή. «Κλήθηκες, αλλά δεν ήρθες. Το χέρι μου φτάνει πολύ μακριά, Μεσάνα».
Τρέμοντας ολοφάνερα, η Εκλεκτή άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, να ικετεύσει ίσως, αλλά έξαφνα μαύρες φλόγες φούντωσαν γύρω της κι η γυναίκα ούρλιαξε καθώς τα ρούχα της έπεφταν από το κορμί της και γίνονταν σκόνη. Λωρίδες μαύρης φλόγας τής έδεσαν τα χέρια στα πλευρά, τυλίχτηκαν σφικτά γύρω από τα πόδια της, ενώ μια κοχλάζουσα μπάλα μαυρίλας φάνηκε μέσα στο στόμα της, ανοίγοντάς της τα σαγόνια με το ζόρι. Η γυναίκα σφάδαζε γυμνή κι απροστάτευτη κι η έκφραση στα μάτια της, που είχαν γυρίσει προς τα μέσα, έκανε την Αλβιάριν να θέλει να τα κάνει επάνω της.
«Θέλεις να μάθεις γιατί πρέπει να τιμωρηθεί μία από τους Εκλεκτούς;». Η φωνή ήταν και πάλι τραχιά και διαπεραστική κι ο Μυρντράαλ φάνταζε σαν ένα πανύψηλο Καρτέρι, αλλά η Αλβιάριν δεν ξεγελάστηκε. «Θέλεις να παρακολουθήσεις;» τη ρώτησε.
Θα έπρεπε να πέσει με το πρόσωπο στο πάτωμα, να συρθεί εκλιπαρώντας για τη ζωή της, αλλά ούτε να κουνηθεί μπορούσε, ούτε να πάρει το βλέμμα της από αυτή την αόμματη ματιά. «Όχι, Μέγα Άρχοντα», κατάφερε να πει με στόμα ξερό σαν σκόνη. Ήξερε. Έμοιαζε απίθανο, αλλά ήξερε. Ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της.
Ο Μυρντράαλ χαμογέλασε ξανά. «Πολλοί γκρεμοτσακίστηκαν επειδή επιθυμούσαν να μάθουν πολλά».
Το πλάσμα άρχισε να ρέει προς το μέρος της —όχι, όχι πλάσμα— ο ίδιος ο Μέγας Άρχων, ντυμένος με το δέρμα ενός Μυρντράαλ, άρχισε να ρέει προς το μέρος της. Ήταν σαν να περπατούσε, βέβαια, αλλά δεν υπήρχε άλλη περιγραφή για τον τρόπο που κινούνταν. Η ωχρή μαυροντυμένη μορφή έσκυψε από πάνω της, κι η γυναίκα θα ούρλιαζε όταν με το ένα του δάχτυλο άγγιξε το μέτωπό της, αν φυσικά μπορούσε να βγάλει από μέσα της κάποιου είδους κραυγή. Τα πνευμόνια της ήταν σάκοι άδειοι από αέρα. Η επαφή έκαιγε σαν αναψοκοκκινισμένο σίδερο. Κάπως αόριστα, αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν μύριζε την καμένη της σάρκα. Ο Μέγας Άρχων ισιώθηκε, κι ο πόνος που την τσουρούφλιζε λιγόστεψε, μέχρι που χάθηκε εντελώς. Ο τρόμος της, ωστόσο, δεν μειώθηκε ούτε στο ελάχιστο.
«Είσαι σημαδεμένη και μου ανήκεις», είπε ο Μέγας Άρχων, πάλι με τραχιά φωνή. «Η Μεσάνα δεν θα σε πειράξει τώρα, εκτός αν της δώσω εγώ την άδεια. Θα βρεις ποιοι απειλούν τα πλάσματα μου και θα μου τους παραδώσεις». Απομακρύνθηκε από κοντά της, κι η μαύρη θωράκιση έπεσε από το κορμί του. Η Αλβιάριν εξεπλάγη όταν έπεσε στις στρωμένες με χαλί πέτρινες πλάκες του δαπέδου, παράγοντας τη χαρακτηριστική κλαγγή του ατσαλιού αντί απλώς να εξαφανιστεί. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και δύσκολα θα διέκρινες αν αυτό που φορούσε ήταν μετάξι, δέρμα ή κάτι άλλο. Η μαυρίλα αυτής της ουσίας έμοιαζε να απορροφά το φως από το δωμάτιο. Η Μεσάνα άρχισε να τινάζεται στα δεσμά της, βγάζοντας πνιχτούς και διαπεραστικούς ήχους μέσα από το φίμωτρο που είχε στο στόμα της. «Πήγαινε τώρα», της είπε, «αν θες να ζήσεις άλλη μία ώρα». Ο ήχος που ακούστηκε από τη μεριά της Μεσάνα έγινε σύντομα κραυγή απόγνωσης.