Η Αλβιάριν δεν είχε ιδέα πώς κατάφερε να βγει από τα διαμερίσματά της —δεν καταλάβαινε καν πώς μπορούσε να στέκεται όρθια τη στιγμή που τα πόδια της είχαν νερουλιάσει— αλλά αντιλήφθηκε ότι έτρεχε στους διαδρόμους όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τη φούστα της ανασηκωμένη έως τα γόνατα. Ξαφνικά, η κορυφή μιας φαρδιάς σκάλας ξεπήδησε μπροστά της και μόλις που κατάφερε να σταματήσει την τρεχάλα πριν βρεθεί στο κενό. Ακουμπώντας πάνω στον τοίχο και τρέμοντας ολόκληρη, κοίταξε την καμπυλωτή σειρά των άσπρων μαρμάρινων σκαλοπατιών. Μέσα στο μυαλό της, έβλεπε ήδη το κορμί της να συντρίβεται καθώς γκρεμοτσακιζόταν στο κλιμακοστάσιο.
Με την ανάσα της να βγαίνει τραχιά και το λαχάνιασμά της τόσο βραχνό, που της έγδερνε τον λαιμό, έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο μέτωπό της. Οι σκέψεις της κουτρουβαλούσαν η μία πάνω στην άλλη, όπως θα έκανε κι η ίδια αν έπεφτε από αυτή τη σκάλα. Ο Μέγας Άρχων την είχε σημαδέψει, κάνοντάς τη δική του. Τα δάχτυλά της γλίστρησαν πάνω στο λείο ακηλίδωτο δέρμα. Ανέκαθεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τη γνώση —η ισχύς απορρέει από τη γνώση, άλλωστε— αλλά δεν ήθελε με τίποτα να ξέρει τι συνέβαινε αυτή τη στιγμή στα δωμάτια που είχε αφήσει πίσω της. Ευχήθηκε να μην ήξερε καν ότι συνέβαινε κάτι. Ο Μέγας Άρχων μπορεί να την είχε σημάδεψε, αλλά η Μεσάνα σίγουρα θα έβρισκε τρόπο να την ξεκάνει, μόνο και μόνο επειδή το γνώριζε. Ο Μέγας Άρχων την είχε σημαδέψει και της είχε δώσει μια διαταγή. Θα ζούσε, με την προϋπόθεση να ανακαλύψει ποιος κυνηγούσε το Μαύρο Άτζα. Καταβάλλοντας προσπάθεια, ίσιωσε την πλάτη της και σκούπισε βιαστικά με την παλάμη τα δάκρυα στα μάγουλά της. Αδυνατούσε να αποτραβήξει τη ματιά της από τα σκαλοπάτια που κατηφόριζαν μπροστά της. Η Ελάιντα σίγουρα την υποπτευόταν, αλλά αν ήταν μονάχα αυτό, θα μπορούσε ίσως να σκαρφιστεί κάποιο κυνήγι. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να συμπεριλάβει την ίδια την Ελάιντα ως απειλή που πρέπει να αφανιστεί και να παραδοθεί στον Μέγα Άρχοντα. Τα δάχτυλά της πετάρισαν ξανά στο μέτωπό της. Είχε το Μαύρο Άτζα υπό τις προσταγές της. Λείο, ακηλίδωτο δέρμα. Η Τάλεν βρισκόταν εκεί, στα διαμερίσματα της Ελάιντα. Γιατί είχε κοιτάξει τη Γιουκίρι και την Ντόεσιν με αυτόν τον τρόπο; Η Τάλεν ήταν Μαύρη, παρ’ όλο που δεν ήξερε ότι το ίδιο ίσχυε και για την Αλβιάριν. Άραγε, φαινόταν κανένα σημάδι στον καθρέφτη; Κάτι που θα μπορούσαν να διακρίνουν οι υπόλοιπες; Αν σκόπευε να σκαρώσει κάποιο σχέδιο για τις υποτιθέμενες κυνηγούς της Ελάιντα, ίσως θα έπρεπε να αρχίσει από την Τάλεν. Προσπάθησε να ανιχνεύσει την πορεία ενός μηνύματος από καρδιά σε καρδιά μέχρι να φτάσει στην Τάλεν, αλλά δεν κατάφερε στιγμή να αποτραβήξει το βλέμμα της από τη σκάλα, παρατηρώντας με τα μάτια του μυαλού της το σώμα της να αναπηδάει στα σκαλοπάτια και να τσακίζεται μέχρι να φτάσει στον πάτο. Ο Μέγας Άρχων την είχε σημαδέψει.
22
Μία Απάντηση
Η Πεβάρα περίμενε μ’ ένα ίχνος ανυπομονησίας καθώς η λεπτοκαμωμένη Αποδεχθείσα τοποθετούσε τον στεφανωμένο ασημένιο δίσκο στο βοηθητικό τραπεζάκι και ξεσκέπαζε το πιάτο με τα κέικ. Κοντή και σοβαρή, η Πέντρα δεν ήταν διόλου αργοκίνητη, ούτε χολωμένη επειδή περνούσε τα πρωινά της φροντίζοντας μια Καθήμενη. Αντιθέτως, ήταν ακριβής και προσεκτική στις κινήσεις της. Πολύ χρήσιμα προσόντα, που επιβραβεύονταν. Ωστόσο, όταν η Αποδεχθείσα τη ρώτησε αν έπρεπε να σερβίρει και το κρασί, η Πεβάρα απάντησε κάπως ξερά: «Θα το σερβίρουμε εμείς, παιδί μου. Εσύ μπορείς να περιμένεις στον προθάλαμο». Ήταν σαν να έλεγε στη νεαρή γυναίκα να επιστρέψει στη μελέτη της.
Η Πέντρα άπλωσε τη ραβδωτή λευκή φούστα της, κάνοντας μια υπόκλιση όλο χάρη, χωρίς την παραμικρή ένδειξη του εκνευρισμού που έδειχναν συχνά οι Αποδεχθείσες όταν οι Καθήμενες τους φέρονταν κάπως απότομα. Εξίσου συχνά, οι Αποδεχθείσες ερμήνευαν τον τόνο της φωνής μιας Καθήμενης ως ένδειξη της καταλληλότητάς τους για το επώμιο, λες κι οι Καθήμενες δεν είχαν άλλη δουλειά να κάνουν.
Η Πεβάρα περίμενε να κλείσει η πόρτα πίσω από την Πέντρα και να ακουστεί ο ήχος από το μάνταλο που κλείδωνε, πριν νεύσει επιδοκιμαστικά. «Αυτή θα γίνει Άες Σεντάι πολύ σύντομα», σχολίασε. Ήταν ικανοποιητικό όταν μια γυναίκα κέρδιζε το επώμιο, ειδικά όταν δεν ήταν ιδιαίτερα υποσχόμενη. Σε μια τέτοια εποχή, οι μικρές χαρές ήταν το μόνο που τους είχε απομείνει.
«Αν και νομίζω πως δεν θα γίνει σαν εμάς», ήρθε η απάντηση από τη φιλοξενούμενή της, η παρουσία της οποίας προκαλούσε έκπληξη. Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της από μια σειρά ζωγραφισμένες μινιατούρες της νεκρής οικογένειας της Πεβάρα, που στέκονταν στο μαρμάρινο πρέκι με τα κυματιστά σκαλίσματα πάνω από το τζάκι. «Είναι κάπως ανασφαλής με τους άντρες. Πιστεύω πως της προκαλούν αμηχανία».