Выбрать главу

Η Τάρνα ποτέ δεν είχε νιώσει αμηχανία με τους άντρες ή με οτιδήποτε άλλο, πριν τουλάχιστον κατακτήσει το επώμιο, περίπου είκοσι χρόνια πριν. Η Πεβάρα θυμόταν μια μαθητευόμενη που αναπηδούσε με το παραμικρό, αλλά η γαλανή ματιά της ανοιχτόξανθης γυναίκας ήταν πλέον σταθερή σαν πέτρα, κι εξίσου θερμή μ’ έναν βράχο τον χειμώνα. Ακόμα κι έτσι, όμως, κάτι υπήρχε σ’ αυτό το ψυχρό και γεμάτο έπαρση πρόσωπο και στον τρόπο που έσφιγγε τα χείλη της, το οποίο μαρτυρούσε ότι, σήμερα το πρωί τουλάχιστον, ένιωθε ανήσυχη. Η Πεβάρα δεν μπορούσε να φανταστεί καν τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε την Τάρνα Φάιρ να αισθάνεται τόση νευρικότητα.

Η πραγματική ερώτηση, όμως, ήταν γιατί είχε έρθει να τη δει αυτή η γυναίκα. Μια κατ’ ιδίαν επίσκεψη σε Καθήμενη άγγιζε τα όρια της ανάρμοστης συμπεριφοράς, ειδικά σε Κόκκινη. Η Τάρνα εξακολουθούσε να έχει τα διαμερίσματά της εδώ, στον Κόκκινο τομέα, αλλά όσο κρατούσε τη νέα της θέση, δεν νοούνταν ως μέρος του Κόκκινου Άτζα, παρά το πορφυρό κέντημα στο σκούρο γκρίζο φόρεμά της. Η καθυστέρηση της μετακίνησης της στα νέα της διαμερίσματα θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη διακριτικότητας απ’ όσους δεν τη γνώριζαν καλά.

Από τότε που η Σέαν την είχε αναγκάσει να κυνηγήσει το Μαύρο Άτζα, οτιδήποτε ασυνήθιστο έκανε την Πεβάρα επιφυλακτική. Η δε Ελάιντα θεωρούσε έμπιστη την Τάρνα, όπως είχε θεωρήσει και την Γκαλίνα· χρειαζόταν να είναι κανείς εξαιρετικά προσεκτικός απέναντι σε οποιαδήποτε εμπιστευόταν η Ελάιντα. Και μόνο η σκέψη της Γκαλίνα —που το Φως να την καίει στην αιωνιότητα!— έκανε τα δόντια της Πεβάρα να τρίξουν, αλλά υπήρχε και μια δεύτερη διασύνδεση. Η Γκαλίνα είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την Τάρνα ως μαθητευόμενη. Η αλήθεια ήταν ότι η Γκαλίνα έδειχνε ενδιαφέρον για οποιαδήποτε μαθητευόμενη ή Αποδεχθείσα θεωρούσε πως μπορεί να μπει στις τάξεις των Κόκκινων, αλλά αυτός ήταν άλλος ένας λόγος για να είναι κανείς επιφυλακτικός.

Φυσικά, ούτε η Πεβάρα άφησε να εξωτερικευτεί κάτι στα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Ήταν πολύ καιρό Άες Σεντάι κι είχε μάθει να συγκρατείται. Χαμογελώντας, άπλωσε το χέρι της να πιάσει την ασημένια κανάτα με τον μακρύ λαιμό, ακουμπισμένη πάνω στον δίσκο, που ανέδιδε τη γλυκιά οσμή των αρωματικών. «Να σου προσφέρω κρασί, Τάρνα, για να γιορτάσουμε την προαγωγή σου;»

Κρατώντας τις ασημένιες κούπες, οι δύο γυναίκες κάθισαν στις πολυθρόνες με τα σπειροειδή σχήματα, ένα στυλ που ήταν πια εκτός μόδας στο Κάντορ εδώ κι εκατό χρόνια, αλλά άρεσε στην Πεβάρα. Δεν έβλεπε για ποιο λόγο έπρεπε να αλλάξει την επίπλωσή της ή οτιδήποτε άλλο ανάλογα με τα καπρίτσια της στιγμής. Τα καθίσματα την είχαν υπηρετήσει πιστά από τότε που φτιάχτηκαν, και με την προσθήκη λίγων μαξιλαριών, γίνονταν πολύ άνετα. Η Τάρνα, ωστόσο, παρέμεινε κορδωμένη στην άκρη του καθίσματός της. Κανείς δεν θα τολμούσε να την αποκαλέσει νωθρή, αλλά σίγουρα ήταν κάπως ανήσυχη.

«Δεν είμαι βέβαιη κατά πόσον αρμόζουν τα συγχαρητήρια·», είπε, ψηλαφώντας το στενό κόκκινο επώμιο που ήταν περασμένο στον λαιμό της. Η ακριβής απόχρωση ήταν κάπως αόριστη, αν κι όποιος το έβλεπε, θα αποκαλούσε το χρώμα κόκκινο. Η γυναίκα είχε διαλέξει ένα λαμπερό πορφυρό, που σχεδόν ακτινοβολούσε. «Η Ελάιντα επέμενε, οπότε μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ. Πολλά άλλαξαν από τότε που έφυγα από τον Πύργο, τόσο μέσα, όσο κι έξω. Η Αλβιάριν, είχε-δεν είχε, έκανε τους πάντες επιφυλακτικούς απέναντι στην... Τηρήτρια. Θαρρώ πως όλο και κάποιος θα θέλει να τη μαστιγώσει μόλις επιστρέψει. Η δε Ελάιντα...» Έκανε μια παύση να πιει μια γουλιά, αλλά όταν χαμήλωσε την κούπα, άλλαξε θέμα. «Ακούω συχνά να σε αποκαλούν αντισυμβατική. Άκουσα, μάλιστα, πως είπες κάποτε ότι θα ήθελες να έχεις Πρόμαχο».

«Με έχουν αποκαλέσει και κάτι χειρότερο από αντισυμβατική», απάντησε ξερά η Πεβάρα. Σκόπευε, άραγε, να πει κάτι σχετικό με την Ελάιντα; Ακουγόταν λες και, δεδομένων των επιθυμιών της, είχε αρνηθεί το επιτραχήλιο της Τηρήτριας. Περίεργο. Η Τάρνα δεν ήταν ούτε ντροπαλή, ούτε ζαρωμένη από φόβο. Η σιωπή ίσως ήταν προτιμότερη, ειδικά στο θέμα των Προμάχων. Αν αυτό αποτελούσε γενικό κουτσομπολιό, σήμαινε ότι μιλούσε πολύ. Από την άλλη, αν παρέμενε κάμποση ώρα σιωπηλή, η άλλη γυναίκα θα μιλούσε μόνο και μόνο για να καλύψει τη σιωπή. Μπορούσες να μάθεις πολλά από τη σιωπή. Ρούφηξε αργά μια γουλιά κρασί, το οποίο περιείχε πολύ μέλι για τα γούστα της κι ελάχιστη πιπερόριζα.

Εξακολουθώντας να έχει άκαμπτη στάση, η Τάρνα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το τζάκι, όπου έμεινε ακίνητη, κοιτώντας τις μινιατούρες που στέκονταν πάνω στα άσπρα βερνικωμένα στηρίγματά τους. Ανασήκωσε το χέρι της για να αγγίξει ένα από τα φιλντισένια οβάλ, κι η Πεβάρα αισθάνθηκε τους ώμους της να σφίγγονται παρά τη θέλησή της. Ο Τζοργκ, ο νεότερος αδελφός της, ήταν μονάχα δώδεκα χρόνων όταν πέθανε ή, για την ακρίβεια, όταν πέθαναν όλοι όσοι απεικονίζονταν στις μινιατούρες, σε μια εξέγερση των Σκοτεινόφιλων. Δεν ήταν από τις οικογένειες που μπορούσαν να αγοράσουν φιλντισένια αγαλματάκια, αλλά μια κι η Πεβάρα είχε κάποια χρήματα στην άκρη, βρήκε έναν ζωγράφο που κατάφερε να απεικονίσει τις μνήμες της. Ο Τζοργκ ήταν όμορφο αγόρι, ψηλός για τα χρόνια του κι άφοβος. Η Πεβάρα έμαθε με ποιον τρόπο είχε πεθάνει αρκετό καιρό μετά τα γεγονότα. Μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι, πάνω από το πτώμα του πατέρα του και προσπαθώντας να απομακρύνει τον όχλο από τη μητέρα τους. Πόσα χρόνια είχαν περάσει... Βέβαια, όπως και να έχει, λογικά θα ήταν όλοι πεθαμένοι από καιρό, κι αυτοί και τα παιδιά των παιδιών τους, αλλά κάποια μίση δεν σβήνουν ποτέ.