«Άκουσα πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι τα’βίρεν», είπε τελικά η Τάρνα, εξακολουθώντας να κοιτά την εικόνα του Τζοργκ. «Πιστεύεις πως μπορεί να αλλοιώσει τις συγκυρίες ή μήπως εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε το μέλλον από μόνοι μας, με αλληλοδιαδοχικά βήματα, μέχρι να βρεθούμε κάπου που δεν περιμέναμε;»
«Τι ακριβώς εννοείς;» ρώτησε η Πεβάρα, κάπως πιο κοφτά απ’ όσο θα ήθελε. Δεν της άρεσε καθόλου που η Τάρνα κοιτούσε τόσο έντονα την εικόνα του αδελφού της ενώ ταυτόχρονα μιλούσε για έναν άντρα ικανό να διαβιβάσει, κι ας επρόκειτο για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δάγκωσε τα χείλη της, ίσα-ίσα για να μην πει στην Τάρνα να γυρίσει και να την κοιτάξει στα μάτια. Άλλο να διαβάζεις την έκφραση κάποιου κι άλλο την πλάτη του.
«Δεν περίμενα ιδιαίτερες δυσκολίες στο Σαλιντάρ. Ούτε μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, αν κι αυτό που βρήκα...» Κούνησε το κεφάλι της ή μήπως απλώς άλλαξε τη γωνία από την οποία κοιτούσε τη μινιατούρα; Μίλησε αργά, αλλά ένα υπόγειο ρεύμα αναμνήσεων την έκανε να ακούγεται βιαστική. «Άφησα μια εκπαιδεύτρια περιστεριών σε απόσταση μίας μέρας έξω από το χωριό, αλλά μου πήρε λιγότερο από μισή μέρα να επιστρέψω, κι αφού ελευθέρωσα τα περιστέρια με αντίγραφα των αναφορών μου, ήμουν τόσο πιεστική, που αναγκάστηκα να αποπληρώσω τη γυναίκα γιατί δεν άντεχε άλλο. Ούτε που θυμάμαι πόσα άλογα χρησιμοποίησα. Υπήρχαν φορές που το ζώο ήταν τόσο εξαντλημένο, που αναγκαζόμουν να δείξω το δαχτυλίδι μου σε κάποιον σταβλίτη για να το βάλει στον στάβλο, άσε που καμιά φορά έδινα και φιλοδώρημα. Κι επειδή ακριβώς βιάστηκα τόσο πολύ, έτυχε κι έφθασα σ’ ένα χωριό στο Μουράντυ τη στιγμή που βρισκόταν εκεί μια... ομάδα στρατολόγησης. Αν δεν είχα φοβηθεί τόσο πολύ για τον Πύργο με όσα είδα στο Σαλιντάρ, θα πήγαινα «καβάλα μέχρι το Έμπου Νταρ, θα έπαιρνα το πλοίο για το Ίλιαν κι από κει θα ανηφόριζα το ποτάμι, αλλά η σκέψη να κατευθυνθώ νότια αντί για βόρεια και να περιμένω κάποιο σκάφος μ’ έκανε να τρέξω σαν βέλος προς την Ταρ Βάλον. Έτσι, βρέθηκα σ’ εκείνο το χωριό και τους είδα».
«Ποιους, Τάρνα;»
«Τους Άσα’μαν». Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια της ήταν γαλάζιος πάγος, αλλά το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι σταθερό. Κρατούσε την κούπα και με τα δύο χέρια, λες και προσπαθούσε να απορροφήσει τη ζεστασιά της. «Φυσικά, δεν ήξερα τι ήταν, αλλά προφανώς στρατολογούσαν κόσμο για να ακολουθήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι έκρινα ως συνετότερο να ακούσω πριν μιλήσω. Καλύτερο για μένα, δηλαδή. Υπήρχαν έξι από δαύτους, Πεβάρα, έξι άντρες με μαύρα πανωφόρια. Δύο, με ασημένια ξίφη στα πέτα, ξεψάχνιζαν διάφορους άντρες για το αν θα τους άρεσε να μάθουν να διαβιβάζουν. Βέβαια, δεν το έλεγαν ευθέως. Πώς να χειρίζεσαι τις αστραπές, έτσι το έλεγαν. Να χειρίζεσαι τις αστραπές και να καβαλάς τη βροντή. Κατάλαβα αμέσως όμως τι εννοούσαν, και μάλλον θα κατάλαβαν κι οι ανόητοι στους οποίους απευθύνονταν».
«Ναι, ήταν έξυπνη κίνηση να παραμείνεις σιωπηλή», είπε σιγανά η Πεβάρα. «Έξι άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης αποτελούν κάτι παραπάνω από απλό κίνδυνο για μια αδελφή. Οι κατάσκοποι μας μιλούν συνεχώς γι’ αυτές τις ομάδες στρατολόγησης που έχουν εμφανιστεί παντού, από τη Σαλδαία έως το Δάκρυ, αλλά κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει πώς να τους σταματήσει. Αν, δηλαδή, δεν είναι ήδη αργά για κάτι τέτοιο». Δάγκωσε ξανά τα χείλη της. Το πρόβλημα όταν μιλάς είναι ότι μπορεί να σου ξεφύγουν κάποια πράγματα που δεν θα ήθελες.
Παραδόξως, το συγκεκριμένο σχόλιο έκανε την Τάρνα να χάσει κάτι από την ακαμψία της. Έκατσε ξανά στη θέση της κι έγειρε πίσω, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να υπάρχει μια υποψία επιφυλακτικότητας στους τρόπους της. Διάλεξε προσεκτικά τα λόγια της, κάνοντας παύσεις για να αγγίξει με τα χείλη της το κρασί, αν κι, απ’ όσο πρόσεξε η Πεβάρα, δεν ήπιε καθόλου. «Είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου πάνω στο ποταμόπλοιο που κατευθυνόταν βόρεια, ειδικά αν σκεφτείς ότι εκείνος ο ηλίθιος, ο καπετάνιος, μας έβγαλε τόσο άτσαλα στην ξηρά, που έσπασε ένα κατάρτι κι άνοιξε τρύπα στο σκαρί. Ξεμείναμε στην ακτή και πέρασαν κάμποσες μέρες μέχρι να βρεθεί άλλο πλοίο, κι άλλες τόσες μέχρι να καταφέρω να βρω άλογο. Τελικά, έξι από αυτούς τους άντρες που είχαν σταλεί σε ένα χωριό κατάφεραν και με έπεισαν. Α, ναι, έπεισαν κι όλη τη γύρω περιοχή, αν κι ήταν κάπως αραιοκατοικημένη. Θαρρώ πως... είναι μάλλον αργά».