Выбрать главу

«Η Ελάιντα πιστεύει πως όλοι αυτοί μπορούν να ειρηνευτούν», είπε κάπως διφορούμενα η Πεβάρα. Ήδη είχε εκτεθεί αρκετά.

«Πώς θα γίνει αυτό, όταν μπορούν να στείλουν έξι άντρες σ’ ένα μικρό χωριό κι έχουν τη δυνατότητα του Ταξιδέματος; Απ’ όσο μπορώ να δω, μόνο μία απάντηση υπάρχει. Μπορούμε να...» Η Τάρνα πήρε μια βαθιά ανάσα, ψηλαφώντας ξανά το επώμιο με το ζωηρό κόκκινο χρώμα, αλλά τώρα έδινε την εντύπωση πως ήταν θλιμμένη κι όχι πως προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. «Οι Κόκκινες αδελφές πρέπει να τους δεσμεύσουν ως Προμάχους, Πεβάρα».

Ήταν τόσο απότομο αυτό που είπε, που η Πεβάρα βλεφάρισε. Αν διέθετε λιγότερη αυτοκυριαρχία, θα είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. «Μιλάς σοβαρά;»

Τα γαλάζια μάτια στυλώθηκαν επάνω της. Τα χειρότερα είχαν περάσει —καθότι είχε λεχθεί το αδιανόητο— κι η Τάρνα είχε μεταβληθεί ξανά σε γυναίκα από πέτρα. «Δεν νομίζω πως είναι ώρα για αστεία. Η άλλη επιλογή είναι να τους αφήσουμε να κάνουν ό,τι θέλουν. Ποιες άλλες μπορούν να τα καταφέρουν; Οι Κόκκινες αδελφές έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν άντρες σαν αυτούς, κι είναι έτοιμες να πάρουν το απαραίτητο ρίσκο. Όλες οι άλλες θα έκαναν πίσω. Κάθε αδελφή θα χρειαστεί να δεσμεύσει περισσότερους από έναν, κι οι Πράσινες φαίνεται πως δεν έχουν πρόβλημα με κάτι τέτοιο, αν και νομίζω πως θα έπεφταν ξερές αν τους το προτείναμε. Εμείς... οι Κόκκινες αδελφές... θα κάνουμε αυτό που πρέπει».

«Το συζήτησες αυτό με την Ελάιντα;» ρώτησε η Πεβάρα κι η Τάρνα κούνησε το κεφάλι της ανυπόμονα.

«Η Ελάιντα πιστεύει αυτό που είπες, και...» Η ξανθομάλλα γυναίκα κοίταξε συνοφρυωμένη την κούπα με το κρασί της πριν συνεχίσει. «Συχνά, πιστεύει όσα θέλει να πιστεύει, και βλέπει μόνο όσα επιθυμεί η ίδια να δει. Προσπάθησα να ανακινήσω το ζήτημα των Άσα’μαν από την πρώτη κιόλας μέρα που επέστρεψα. Δεν ανέφερα καν το θέμα της δέσμευσης. Όχι σ’ εκείνη, τουλάχιστον. Δεν είμαι τόσο τρελή. Μου απαγόρευσε να ξαναμιλήσω γι’ αυτό το θέμα. Εσύ, όμως, είσαι... αντισυμβατική».

«Και πιστεύεις πως μπορούν να ειρηνευτούν αφού πρώτα δεσμευτούν; Δεν έχω ιδέα τι θα πάθαινε η αδελφή που θα ήταν υπεύθυνη αυτού του δεσμού, κι η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να μάθω». Η Πεβάρα συνειδητοποίησε ότι τώρα ήταν αυτή που προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Δεν ήξερε καν πού θα οδηγούσε αυτή η κουβέντα όταν ξεκίνησε, αλλά θα έβαζε στοίχημα πως δεν θα κατέληγε εδώ που κατέληξε.

«Κάτι τέτοιο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το τέλος, αν κι ίσως αποδειχτεί αδύνατον», αποκρίθηκε ψυχρά η άλλη γυναίκα. Ναι, αυτή η γυναίκα ήταν πράγματι φτιαγμένη από πέτρα. «Όπως και να έχει, δεν βλέπω με ποιον άλλον τρόπο μπορούμε να χειριστούμε το θέμα των Άσα’μαν. Οι Κόκκινες αδελφές πρέπει να τους δεσμεύσουν ως Προμάχους. Αν υπάρχει άλλος τρόπος, θα είμαι η πρώτη που θα τον εφαρμόσω, αλλά κάτι πρέπει να γίνει».

Έμεινε ακίνητη, ρουφώντας ήρεμα το κρασί της, και για κάμποση ώρα η Πεβάρα απέμεινε να την κοιτάει σαστισμένη. Απ’ όσα είχε πει η Τάρνα, τίποτα δεν αποδείκνυε ότι δεν ανήκε στο Μαύρο Άτζα, ωστόσο της ήταν αδύνατον να πάψει να εμπιστεύεται κάθε αδελφή που αδυνατούσε να αποδείξει κάτι τέτοιο. Βέβαια, αυτό συνέβαινε όταν συζητούσαν θέματα σχετικά με το Μαύρο Άτζα, προς το παρόν όμως την απασχολούσαν άλλα πράγματα. Ήταν Καθήμενη, όχι κυνηγόσκυλο, και καθήκον της ήταν να σκεφτεί τον Λευκό Πύργο, τις Άες Σεντάι και το μέλλον.

Βυθίζοντας τα δάχτυλά της στο κεντητό πουγκί της ζώνης της, ανέσυρε ένα μικρό κομμάτι χαρτί, τυλιγμένο σε λεπτό κύλινδρο. Της φάνηκε πως λαμπύριζε κι ότι τα γράμματα επάνω του έβγαζαν φλόγες. Μέχρι στιγμής, η ίδια ήταν η μία από τις δύο γυναίκες του Πύργου που γνώριζαν τι ήταν γραμμένο εκεί, αλλά ακόμα και τώρα δίσταζε να το δώσει στην Τάρνα. «Αυτό εδώ κατέφθασε από έναν πράκτορά μας στην Καιρχίν, αλλά εστάλη από την Τοβέιν Γκάζαλ».

Στην αναφορά αυτού του ονόματος, η ματιά της Τάρνα καρφώθηκε στο πρόσωπο της Πεβάρα και κατόπιν το βλέμμα της έπεσε πάνω στο χαρτί. Η πέτρινη έκφραση της δεν άλλαξε ακόμα κι αφού το διάβασε και το τύλιξε ξανά σε κύλινδρο με το χέρι της. «Αυτό δεν αλλάζει τίποτα», είπε ξερά και ψυχρά. «Απλώς κάνει πιο επιτακτικό αυτό που είπα».