Выбрать главу

«Αντιθέτως», αποκρίθηκε η Πεβάρα αναστενάζοντας. «Αλλάζει τα πάντα. Ολάκερο τον κόσμο».

23

Στολίδια

Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν αρκετά θερμότερος απ’ ό,τι έξω, σχηματίζοντας πάχνη στα τζάμια των παραθύρων που ήταν βαμμένα κόκκινα, ενώ το γυαλί είχε φυσαλίδες, αλλά η Κάντσουεϊν ατένιζε έξω λες και μπορούσε να δει καθαρά το ζοφερό τοπίο. Διέκρινε καθαρά αρκετά πράγματα, αν μη τι άλλο. Κάποιοι κουκουλωμένοι και καπελωμένοι δύσμοιροι, με τις άμορφες φούστες και τα σακουλιασμένα παντελόνια να είναι τα μόνα που ξεχώριζαν τους άντρες από τις γυναίκες, περπατούσαν βαριά στους λασπωμένους αγρούς που κύκλωναν το αρχοντικό, σκύβοντας μερικές φορές για να πάρουν στις παλάμες τους μια χούφτα χώμα. Δεν θα αργούσαν να ξεκινήσουν να οργώνουν και να λιπαίνουν, αλλά και μόνο το γεγονός ότι εξέταζαν το χώμα σήμαινε πως η άνοιξε θα ερχόταν οσονούπω. Πέρα από τους αγρούς, το δάσος ήταν μια σκοτεινή μάζα γυμνών κλαδιών με φόντο έναν ξεθωριασμένο γκρίζο πρωινό ουρανό. Μια γενναία στρώση χιονιού θα έκανε το τοπίο να φαντάζει πολύ λιγότερο μελαγχολικό, αλλά εδώ χιόνιζε σπάνια κι αραιά, ενώ τα ίχνη της μίας χιονόπτωσης δεν διαρκούσαν μέχρι την επόμενη. Ωστόσο, ελάχιστα ήταν τα μέρη που θεωρούσε καταλληλότερα για τους σκοπούς της, με τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου να βρίσκεται λίγο πιο μακριά από μιας μέρας πορεία με άλογο στα ανατολικά. Ποιος θα σκεφτόταν να ψάξει στο εσωτερικό των συνόρων του Δακρύου; Εξάλλου, μήπως είχε σταθεί εύκολο να πείσει το αγόρι να μείνει εδώ;

Αναστενάζοντας, τράβηξε τη ματιά της από το παράθυρο κι ένιωσε τα χρυσά στολίδια που κρέμονταν από τα μαλλιά της να ταλαντεύονται, τα μικρά φεγγάρια και τα άστρα, τα πουλιά και τα ψάρια. Είχε πλήρη επίγνωση της ύπαρξης τους τώρα τελευταία. Επίγνωση; Πφφ! Τώρα τελευταία, δεν τα αποχωριζόταν ούτε στον ύπνο της.

Το καθιστικό ήταν τεράστιο αλλά όχι στολισμένο, όπως το υπόλοιπο αρχοντικό, με κορνίζες από βαμμένο κόκκινο σκαλιστό ξύλο. Η επίπλωση έλαμπε από την μπογιά χωρίς να έχει ίχνος επιχρύσωσης, ενώ τα δύο μεγάλα τζάκια, αν και πολύ καλοφτιαγμένα, αποτελούνταν από απλή πέτρα, ενώ οι πυροστάτες ήταν κατασκευασμένοι από ατόφιο χυτό σίδερο, φτιαγμένοι πιότερο για να κάνουν καλά τη δουλειά τους παρά για να εντυπωσιάζουν. Οι φωτιές στις εστίες, κατόπιν εντολής της, δεν ήταν δυνατές κι οι φλόγες τρεμόπαιζαν αχνά πάνω στις μισοκαμένες σχίζες των ξύλων, αλλά η θερμότητα που εξέπεμπαν ήταν αρκετή για να ζεστάνει τα χέρια της, πράγμα που ήταν το μόνο που επιθυμούσε. Απασχολημένος με τα τεχνάσματά του, ο Άλγκαριν δεν είχε πρόβλημα να της δώσει περισσή ζεστασιά και να της παραχωρήσει κάμποσους υπηρέτες, αν και δεν διέθετε πολλούς. Ήταν από τους κατώτερους Γαιοκτήμονες κι όχι ιδιαίτερα πλούσιος, ωστόσο εξοφλούσε τα χρέη του και με το παραπάνω, τη στιγμή που οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους έκαναν ακριβώς το αντίθετο.

Η ασκάλιστη πόρτα του διαδρόμου άνοιξε τρίζοντας —οι περισσότεροι υπηρέτες του Άλγκαριν ήταν εξίσου μεγάλοι σε ηλικία με το αφεντικό τους, και παρ’ όλο που ξεσκόνιζαν και τακτοποιούσαν τα πάντα, παρ’ όλο που φρόντιζαν να έχουν λάδι οι φανοί και να είναι ίσια τα φυτίλια των κεριών, μάλλον απέφευγαν να λαδώσουν τους μεντεσέδες— κι η Βέριν έκανε την εμφάνισή της, εξακολουθώντας να φοράει τα απέριττα μάλλινα ρούχα του ταξιδιού και τη σκιστή φούστα και να κουβαλάει στο μπράτσο της τον μανδύα, στρώνοντας τα γκριζωπά της μαλλιά. Το τετραγωνισμένο πρόσωπο της εύσωμης αδελφής είχε μια ενοχλημένη έκφραση κι η ίδια κουνούσε το κεφάλι της. «Λοιπόν, οι Θαλασσινές κατέφθασαν στο Δάκρυ, Κάντσουεϊν. Δεν πλησίασα στην Πέτρα, αλλά άκουσα ότι ο Υψηλός Άρχοντας Άστοριλ έπαψε να γκρινιάζει για τα αρθριτικά του και συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στο εσωτερικό, μαζί με τον Ντάρλιν. Ποιος θα το πίστευε ότι ο Άστοριλ θα αφυπνιζόταν και θα τασσόταν με το μέρος του Ντάρλιν; Οι δρόμοι γέμισαν οπλίτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι μεθυσμένοι και καυγαδίζουν μεταξύ τους όταν δεν τσακώνονται με τους Άθα’αν Μιέρε. Υπάρχουν τόσοι Θαλασσινοί στην πόλη, όσο όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι μαζί. Η Χαρίνε είχε μείνει εμβρόντητη. Μόλις βρήκε βάρκα για νοίκιασμα, κατευθύνθηκε αμέσως στα πλοία, περιμένοντας να την ανακηρύξουν Κυρά των Πλοίων για να βάλει τάξη. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Νέστα ντιν Ρέας είναι νεκρή».

Η Κάντσουεϊν δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να αφήσει τη μικροκαμωμένη, στρουμπουλή γυναίκα να φλυαρεί. Η Βέριν δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο αόριστη όσο υποκρινόταν. Κάποιες Καφετιές ήταν ικανές να φάνε τα μούτρα τους, αλλά η Βέριν ανήκε σε αυτές που φορούσαν έναν νοητό μανδύα αδιαφορίας για τα εγκόσμια. Έμοιαζε να πιστεύει πως η Κάντσουεϊν αποδεχόταν τον μανδύα του ρεαλισμού, αλλά αν είχε κάτι να πει, το έλεγε χωρίς περιστροφές. Εξίσου αποκαλυπτικά, όμως, μπορεί να ήταν κι όσα άφηνε έξω. Η Κάντσουεϊν δεν ήταν και τόσο σίγουρη για τη συγκεκριμένη αδελφή. Μπορεί η αβεβαιότητα να ήταν κάτι δεδομένο στη ζωή, αλλά έτρεφε αμφιβολίες για διάφορα πράγματα, κι αυτό την ενοχλούσε.