Выбрать главу

Δυστυχώς, η Μιν μάλλον άκουγε από την πόρτα κι η μικροκαμωμένη γυναίκα δεν φημιζόταν για την υπομονή της. «Είπα στη Χαρίνε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα», διαμαρτυρήθηκε μπαίνοντας ορμητικά στο δωμάτιο. «Της είπα ότι θα της επιβληθεί τιμωρία για τη συμφωνία που έκανε με τον Ραντ. Μόνο κατόπιν τούτου θα γίνει Κυρά των Πλοίων και δεν ξέρω αν αυτό θα συμβεί σε δέκα μέρες ή σε δέκα χρόνια από τώρα». Χαριτωμένη, λεπτοκαμωμένη και ψηλή, φορώντας μπότες με κόκκινα τακούνια και με τους σκούρους βοστρύχους να κρέμονται έως τους ώμους της, η Μιν μιλούσε χαμηλόφωνα κι εντελώς γυναικεία, αλλά φορούσε ένα αγορίστικο κόκκινο πανωφόρι και μπλε παντελόνι. Το πανωφόρι ήταν κεντητό με χρωματιστά άνθη στο πέτο και στα μανίκια, ενώ το παντελόνι είχε λωρίδες στην εξωτερική του πλευρά. Ωστόσο, δεν έπαυαν να είναι ένα απλό πανωφόρι κι ένα εξίσου απλό παντελόνι.

«Μπορείς να περάσεις, Μιν», είπε σιγανά η Κάντσουεϊν. Ο τόνος της φωνής της ήταν από αυτούς που συνήθως έκαναν τους άλλους να στέκονται προσοχή, όσοι τουλάχιστον τη γνώριζαν καλά. Η Μιν κοκκίνισε ελαφρά. «Φοβάμαι πως η Κυρά των Κυμάτων έμαθε ήδη όσα ήθελε εξαιτίας των οραμάτων σου. Κρίνοντας όμως από τη βιασύνη σου, υποθέτω πως ερμήνευσες την αύρα κάποιου άλλου και θες να μου πεις τι είδες». Η παράξενη ικανότητα του κοριτσιού είχε αποδειχθεί χρήσιμη στο παρελθόν, κι αναμφίβολα θα αποδεικνυόταν χρήσιμη και στο μέλλον. Μάλλον, δηλαδή. Απ’ όσο ήξερε η Κάντσουεϊν, η κοπέλα δεν έλεγε ψέματα για όσα έβλεπε στις εικόνες και στις αύρες που αντιλαμβανόταν γύρω από τους ανθρώπους, αλλά δεν είχε πάντα τη διάθεση να μιλήσει. Ειδικά όταν το θέμα αφορούσε στο μοναδικό πρόσωπο για το οποίο η Κάντσουεϊν επιθυμούσε να μάθει τα πάντα.

Άσχετα από το αν είχε κοκκινίσει ή όχι, η Μιν ανασήκωσε πεισματικά το πηγούνι της. Είχε αλλάξει μετά τη Σαντάρ Λογκόθ, μολονότι η αλλαγή ίσως είχε προκύψει νωρίτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν ήταν προς το καλύτερο. «Ο Ραντ επιθυμεί να πας να τον δεις. Μου είπε να σου το ζητήσω ευγενικά, για να μη νευριάσεις·».

Η Κάντσουεϊν έμεινε να την κοιτάζει, αφήνοντας τη σιωπή να απλώνεται. Να νευριάσει; Ναι, σίγουρα δεν είχε αλλάξει προς το καλύτερο. «Πες του ότι θα έρθω όταν θα είμαι έτοιμη», αποκρίθηκε τελικά. «Κλείσε την πόρτα πίσω σου, Μιν». Η νεαρή γυναίκα άνοιξε το στόμα της σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά, σκεπτόμενη πιο λογικά, δεν είπε τίποτα. Μέχρι που έκανε και μια μέτρια υπόκλιση, παρά τις γελοίες της μπότες, κι έκλεισε την πόρτα ερμητικά πίσω της. Για την ακρίβεια, μόνο που δεν τη βρόντηξε.

Η Βέριν κούνησε ξανά το κεφάλι της αφήνοντας ένα ανάλαφρο γελάκι, σαν να διασκέδαζε, «Είναι ερωτευμένη μ’ αυτόν τον νεαρό, Κάντσουεϊν, και φαίνεται ότι της έχει κλέψει την καρδιά. Ό,τι κι αν πεις ή κάνεις, εκείνη θα ακολουθήσει την καρδιά της. Θαρρώ πως φοβάται επειδή είναι ικανός να πεθάνει για χάρη της, και ξέρεις πολύ καλά τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό σε μια γυναίκα αποφασισμένη να γραπωθεί από έναν άντρα».

Τα χείλη της Κάντσουεϊν λέπτυναν. Η Βέριν γνώριζε περισσότερα γι’ αυτού του είδους τις σχέσεις με τους άντρες από την ίδια —δεν είχε ενδώσει ποτέ στους Προμάχους της, όπως έκαναν κάποιες Πράσινες, ενώ δεν ετίθετο καν θέμα για άλλους άντρες— αλλά η Καφετιά είχε αγγίξει σχεδόν την αλήθεια χωρίς να το ξέρει. Αν μη τι άλλο, η Κάντσουεϊν δεν πίστευε πως η άλλη αδελφή γνώριζε για τον δεσμό της Μιν με αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ. Ακόμα κι η ίδια το είχε μάθει εμμέσως, επειδή το κορίτσι είχε αφήσει να της ξεφύγουν κάποια πράγματα σε μια στιγμή απροσεξίας. Ακόμα και το πιο σφιχτό μύδι ανοίγει για να αποκαλύψει τη νοστιμιά του τη στιγμή που θα ραγίσεις έστω και λίγο το κέλυφός του. Μερικές φορές μάλιστα, αυτό που έβρισκες μέσα, χωρίς να το περιμένεις, ήταν μαργαριτάρι. Ναι, η Μιν σίγουρα ήθελε να κρατήσει ζωντανό αυτόν τον άντρα, άσχετα από το αν τον αγαπούσε ή όχι, αλλά όχι περισσότερο από την ίδια την Κάντσουεϊν.

Κρεμώντας τον μανδύα της στην ψηλή ράχη του καθίσματός της, η Βέριν κατευθύνθηκε στο κοντινότερο τζάκι κι άπλωσε τα χέρια της για να τα ζεστάνει στη χαμηλή φλόγα. Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγες ότι το βάδισμά της ήταν ανάλαφρο, σαν να γλιστρούσε, αλλά σίγουρα διέθετε περισσότερη χάρη απ’ όση μαρτυρούσε ο όγκος της. Πόσο υποκρινόταν, άραγε; Με τον καιρό, κάθε Άες Σεντάι μάθαινε να κρύβεται πίσω από διάφορες μάσκες, κάτι που ύστερα από λίγο γινόταν συνήθεια. «Πιστεύω πως η κατάσταση στο Δάκρυ μπορεί ακόμα και τώρα να διευθετηθεί ειρηνικά», είπε κοιτώντας επίμονα τη φωτιά. Ήταν σχεδόν σαν να μιλάει στον εαυτό της. Ή ήθελε να το σκεφτεί η Κάντσουεϊν. «Ο Χηρν κι ο Σίμααν έχουν σχεδόν απελπιστεί, φοβούμενοι μήπως οι άλλοι Υψηλοί Άρχοντες επιστρέψουν από το Ίλιαν και τους εγκλωβίσουν μέσα στην πόλη. Δεδομένων των υπόλοιπων επιλογών τους, ίσως είναι υπόλογοι να αποδεχτούν τον Ντάρλιν. Η Εστάντα είναι φτιαγμένη από σκληρότερο υλικό, αλλά αν πειστεί πως μπορεί να έχει κάποιο πλεονέκτημα...»