Выбрать главу

«Σου είπα να μην τους πλησιάσεις», τη διέκοψε απότομα η Κάντσουεϊν.

Η εύσωμη γυναίκα βλεφάρισε και την κοίταξε έκπληκτη. «Μα δεν τους πλησίασα. Οι φήμες πάνε κι έρχονται στους δρόμους και γνωρίζω πολύ καλά πώς να τις αξιολογώ και να αποσπώ κάποιες αλήθειες. Όντως είδα την Αλάνα και τη Ραφέλα, αλλά κρύφτηκα πίσω από έναν πλανόδιο που πουλούσε κρεατόπιτες με μια χειράμαξα, πριν με δουν εκείνες. Είμαι σίγουρη ότι δεν με πρόσεξαν καν». Σταμάτησε να μιλάει, περιμένοντας προφανώς από την Κάντσουεϊν να της εξηγήσει γιατί έπρεπε να αποφεύγει τις αδελφές.

«Λοιπόν, πρέπει να πάω να δω το αγόρι, Βέριν», είπε η Κάντσουεϊν αντί για άλλη απάντηση. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν συμφωνείς να συμβουλέψεις κάποιον. Ακόμα κι αν καταφέρεις να λειτουργούν όλα υπέρ σου —ή, έστω, τα περισσότερα— αργά ή γρήγορα πρέπει να ανταποκριθείς στο κάλεσμά του. Αυτό όμως της έδινε και μια δικαιολογία να ελιχθεί, αποφεύγοντας την περιέργεια της Βέριν. Η απάντηση ήταν απλή. Αν πασχίζεις να λύσεις κάθε πρόβλημα μόνος σου, καταλήγεις να μη λύσεις κανένα. Σε τελική ανάλυση, δεν είχε και πολλή σημασία με ποιον τρόπο λύνονταν μερικά προβλήματα. Η έλλειψη απαντήσεων, όμως, έδινε κάμποση τροφή για σκέψη στη Βέριν, κάτι σαν βούτυρο στο ψωμί της. Όταν η Κάντσουεϊν δεν ήταν σίγουρη για κάποιον, ήθελε να μην είναι κι εκείνος σίγουρος για την ίδια.

Η Βέριν μάζεψε τον μανδύα της και βγήκε μαζί της από το δωμάτιο. Σκόπευε να τη συνοδέψει, άραγε; Ωστόσο, λίγο πιο έξω από το καθιστικό συνάντησαν τη Νεσούνε να βαδίζει με ζωηρό βήμα στον διάδρομο, σταματώντας απότομα μόλις είδε τις δύο γυναίκες. Όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που είχαν καταφέρει ποτέ να αγνοήσουν την Κάντσουεϊν δεν ήταν παραπάνω από μια χούφτα, μα η Νεσούνε είχε κάνει καλή δουλειά, καθώς τα σκούρα μάτια της γαντζώθηκαν πάνω στη Βέριν.

«Α, ώστε γύρισες, ε;» Η καλύτερη των Καφετιών είχε έναν μοναδικό τρόπο να επισημαίνει το αυτονόητο. «Απ’ όσο θυμάμαι, έχεις γράψει μια διατριβή σχετικά με τα ζώα των Πνιγμένων Χωρών». Αυτό σήμαινε ότι η Βέριν είχε πράγματι γράψει κάτι τέτοιο· η Νεσούνε θυμόταν ό,τι κι αν έβλεπε — μια πολύ χρήσιμη ικανότητα, αρκεί η Κάντσουεϊν να ήταν σίγουρη για το άτομό της ώστε να τη χρησιμοποιήσει. «Ο Άρχοντας Άλγκαριν μού έδειξε το δέρμα ενός τεράστιου φιδιού που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από τις Πνιγμένες Χώρες, αλλά είμαι σίγουρη πως είναι το ίδιο με αυτό που παρατήρησα...» Η Βέριν έριξε μια απελπισμένη ματιά πάνω από τον ώμο της προς το μέρος της Κάντσουεϊν, καθώς η ψηλότερη γυναίκα την τραβούσε από το μανίκι, αλλά πριν προλάβουν να κάνουν τρία βήματα στον διάδρομο, η κουβέντα σχετικά με το φίδι είχε ανάψει για τα καλά.

Το θέαμα ήταν αρκετά αξιοπρόσεκτο αλλά και κάπως ανησυχητικό. Η Νεσούνε ήταν αφοσιωμένη στην Ελάιντα ή έτσι ισχυριζόταν, ενώ η Βέριν ήταν μία από τις αδελφές που επιθυμούσαν την πτώση της Ελάιντα, ή έτσι ισχυριζόταν. Ωστόσο, να τες τώρα, να συζητάνε φιλικά περί φιδιών. Το γεγονός ότι κι οι δύο είχαν ορκιστεί πίστη σε αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ, οφειλόταν μάλλον στο ότι επρόκειτο για έναν τα’βίρεν, ο οποίος ασυνείδητα περιέπλεκε γύρω του το Σχήμα, αλλά αυτός ο όρκος ήταν αρκετός για να τις κάνει να αγνοήσουν την αντίθεσή τους σχετικά με το ποια κατείχε την έδρα της Άμερλιν; Ή επηρεάζονταν από το γεγονός της εγγύτητας ενός τα’βίρεν; Πολύ θα ήθελε να το μάθει αυτό. Κανένα από τα στολίδια της δεν την προστάτευε από έναν τα’βίρεν. Βέβαια, δεν είχε ιδέα τι μπορούσαν να κάνουν δύο ψάρια κι ένα φεγγάρι, αλλά ήταν μάλλον απίθανο να την προστάτευαν. Θα πρέπει να ήταν τόσο απλό όσο και το ότι η Βέριν κι η Νεσούνε ήταν Καφετιές. Οι Καφετιές αδιαφορούσαν για τα πάντα όταν μελετούσαν κάτι. Φίδια! Μπλιαχ! Τα μικρά στολίδια ταλαντεύτηκαν καθώς κούνησε το κεφάλι της πριν το στρέψει αλλού, με τις δύο Καφετιές να την ακολουθούν λίγο πιο πίσω. Τι ήθελε αυτό το αγόρι; Ποτέ της δεν της άρεσε να είναι σύμβουλος, άσχετα από το αν ήταν αναγκαίο ή όχι.

Ελαφρά ρεύματα αέρα κατά μήκος των διαδρόμων ανάδευαν τις λιγοστές ταπισερί στους τοίχους, που όλες ήταν παλιάς τεχνοτροπίας κι έδιναν την εντύπωση πως είχαν ξεκρεμαστεί και κρεμαστεί αρκετές φορές. Το αρχοντικό ήταν κτισμένο σαν εξοχική κατοικία, χωρίς έμφαση στο μέγεθος, ενώ είχαν γίνει διάφορες προσθήκες όποτε το επέτρεπε η οικονομική άνεση της οικογένειας ή όποτε το απαιτούσαν οι αριθμοί. Ο Οίκος Πεντάλοαν δεν ήταν ποτέ πλούσιος, αλλά υπήρχαν φορές που αριθμούσε πολλά μέλη, κι αυτό δεν το μαρτυρούσαν μονάχα οι ξεφτισμένες και παλιομοδίτικες ταπισερί. Οι κορνίζες ήταν βαμμένες σε ζωηρές αποχρώσεις —κόκκινα, γαλάζια ή κίτρινα— αλλά οι διάδρομοι ποίκιλλαν σε φάρδος και μήκος, ενώ κάποιες φορές ήταν ελαφρώς λοξοί. Παράθυρα, βαλμένα στην τύχη ώστε να παρέχουν κάποιου είδους φωτισμό και που κάποτε έβλεπαν στους αγρούς, τώρα είχαν θέα σε αυλές, γυμνές συνήθως εκτός από μερικούς πάγκους. Αν ήθελες καμιά φορά να πας από το ένα σημείο στο άλλο, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να σκαρφαλώσεις στην κορυφή κάποιου περιστυλίου που δέσποζε σε μια από αυτές τις αυλές. Τις περισσότερες φορές, οι κολόνες ήταν φτιαγμένες από ξύλο βαμμένο, αν όχι και σκαλισμένο μερικές φορές.