Выбрать главу

Σ’ ένα από αυτά τα περάσματα με τους χοντρούς πράσινους κίονες, δύο αδελφές στέκονταν ακίνητες, παρακολουθώντας τις δραστηριότητες στην αυλή από κάτω, μέχρι που η Κάντσουεϊν άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στην κιονοστοιχία. Η Μπελντάινε την είδε να παρουσιάζεται και κοκάλωσε, ενώ μια σπασμωδική της κίνηση έκανε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια, που φορούσε λιγότερο από πέντε χρόνια, να ταλαντευτεί. Ήταν χαριτωμένη, με ψηλά ζυγωματικά κι ελαφρώς γερτά καφετιά μάτια, αλλά δεν έδινε ακόμα την εντύπωση της θαλερότητας κι έμοιαζε νεότερη από τη Μιν, ειδικά όταν έριξε στην Κάντσουεϊν μια παγερή ματιά και στράφηκε στην αντίθετη κατεύθυνση από την κιονοστοιχία.

Η Μερίς, η σύντροφός της, χαμογέλασε σαν να διασκέδαζε, μετακινώντας ελαφρά το δικό της επώμιο με τα πράσινα κρόσσια. Ψηλή και με σοβαρή έκφραση συνήθως, με τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω από το χλωμό της πρόσωπο, η Μερίς δεν ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που χαμογελούν συχνά. «Η Μπελντάινε έχει αρχίσει να ανησυχεί που δεν έχει ακόμα Πρόμαχο», είπε με τη χαρακτηριστική Ταραμπονέζικη προφορά καθώς η Κάντσουεϊν σταμάτησε πλάι της, αν και τα γαλανά της μάτια στράφηκαν ξανά στην αυλή. «Προσανατολίζεται μάλλον σε κάποιον Άσα’μαν, αν δηλαδή καταφέρει να βρει κανέναν. Της είπα να μιλήσει με την Ντάιγκιαν, κι αν αυτό δεν βοηθήσει την ίδια, ίσως βοηθήσει την Ντάιγκιαν».

Όλοι οι Πρόμαχοι που είχαν μαζί τους ήταν συγκεντρωμένοι στη λιθόστρωτη αυλή, ντυμένοι με κοντομάνικα παρά το κρύο. Οι περισσότεροι κάθονταν σε βαμμένους ξύλινους πάγκους παρακολουθώντας δύο δικούς τους να εξασκούνται με ξύλινα σπαθιά. Ο Τζαχάρ, ο ένας από τους τρεις Προμάχους της Μερίς, ήταν ένας χαριτωμένος κι ηλιοκαμένος νεαρός. Οι ασημένιες καμπανούλες, που ήταν δεμένες στις άκρες από τις δύο μακρόστενες πλεξούδες του, κουδούνιζαν από την ορμή των επιθέσεών του, οι δε κινήσεις του θύμιζαν επίθεση μαυρολόγχης. Επικρατούσε απόλυτη άπνοια, αλλά το οχτάκτινο αστέρι που έμοιαζε με χρυσή πυξίδα φάνηκε να αναδεύεται στα μαλλιά της Κάντσουεϊν. Αν το κρατούσε στο χέρι, θα το ένιωθε να δονείται με δύναμη. Από την άλλη, γνώριζε ήδη πως ο Τζαχάρ ήταν Άσα’μαν, οπότε το αστέρι δεν τον υποδείκνυε, απλώς θα της έδειχνε ότι κάπου εκεί κοντά υπήρχε ένας άντρας ικανός να διαβιβάσει. Όσο περισσότεροι τέτοιοι άντρες υπήρχαν, τόσο πιο πολύ τρεμούλιαζε το αστέρι, έτσι είχε μάθει. Ο αντίπαλος του Τζαχάρ, ένας πανύψηλος και πλατύστερνος τύπος με πέτρινο πρόσωπο και μια πέτσινη πλεξούδα γύρω από τους γκρίζους κροτάφους του, για να συγκρατεί τα μαλλιά που έφταναν έως τους ώμους του, δεν ήταν ο δεύτερος σε επιδεξιότητα Άσα’μαν, αλλά με τον τρόπο του ήταν εξίσου θανατηφόρος. Ο Λαν δεν έμοιαζε να κινείται τόσο γοργά, έδινε περισσότερο την εντύπωση πως... έρρεε. Η λάμα του από δεματιασμένες λεπτές σανίδες απέκρουε τις επιθέσεις του Τζαχάρ, αναγκάζοντας τον νεότερο άντρα να κάνει πάντα λίγο στην άκρη.

Ξαφνικά, η ξύλινη λάμα του Λαν χτύπησε τον Τζαχάρ στα πλευρά με έναν ηχηρό κρότο, προκαλώντας αντίλαλο. Αν η λάμα ήταν ατσάλινη, θα τον είχε αφήσει στον τόπο. Ενόσω ο νεότερος άντρας μόρφαζε από τον πόνο που του είχε προξενήσει το χτύπημα, ο Λαν με μια ανάλαφρη κίνηση ξαναπήρε αμυντική στάση, με τη μακρόστενη τεντωμένη λεπίδα κρατημένη ανάμεσα στα χέρια του. Ο Νίθαν, ένας ακόμα από τους Προμάχους της Μερίς, σηκώθηκε όρθιος, ένας λεπτοκαμωμένος άντρας με μια χροιά γκριζάδας στους κροτάφους, αρκετά ψηλός αν και μια παλάμη —ή και περισσότερο— κοντύτερος του Λαν. Ο Τζαχάρ τού έκανε νόημα να κάνει πίσω, κι ανασήκωσε ξανά τη λεπίδα εξάσκησης, απαιτώντας ζωηρά άλλον έναν γύρο.

«Πώς τα πάει η Ντάιγκιαν;» ρώτησε η Κάντσουεϊν.