Выбрать главу

«Καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα», παραδέχτηκε η Μερίς. «Μένει ακόμα αρκετές ώρες κλεισμένη στα διαμερίσματά της, αλλά δεν κλαίει πια δημοσίως». Το βλέμμα της μετακινήθηκε από τους άντρες που χόρευαν με τα ξίφη σ’ έναν βαμμένο πράσινο πάγκο βαμμένο, όπου ο ρωμαλέος γκριζομάλλης Τόμας, ο Πρόμαχος της Βέριν, καθόταν πλάι σε κάποιον που του είχαν απομείνει ελάχιστες λευκές τρίχες. «Ο Ντάμερ ήθελε να προσπαθήσει να εφαρμόσει επάνω της τη Θεραπεία, αλλά η Ντάιγκιαν αρνήθηκε. Μπορεί να μην είχε Πρόμαχο στο παρελθόν, αλλά ξέρει ότι η θλίψη για έναν νεκρό Πρόμαχο αποτελεί μέρος της ανάμνησής του. Εκπλήσσομαι που η Κόρελε της το επέτρεψε καν».

Με μια κίνηση του κεφαλιού, η Ταραμπονέζα αδελφή έστρεψε και πάλι την προσοχή της στον Τζαχάρ. Οι Πρόμαχοι άλλων αδελφών δεν την ενδιέφεραν και τόσο, τουλάχιστον όχι όσο ο δικός της. «Οι Άσα’μαν θρηνούν όπως οι Πρόμαχοι. Νόμιζα πως ο Τζαχάρ κι ο Ντάμερ απλώς ακολουθούν τους υπόλοιπους, αλλά ο Τζαχάρ λέει πως κι αυτοί συνηθίζουν να κάνουν το ίδιο. Δεν παρενέβην καθόλου, φυσικά, απλώς τους παρακολουθούσα να πίνουν στη μνήμη του νεαρού Έμπεν της Ντάιγκιαν. Δεν ανέφεραν ούτε στιγμή τ’ όνομά του, αλλά γέμισαν μια κούπα με κρασί προς τιμήν του. Ο Μπασέιν κι ο Νίθαν έχουν υπ’ όψιν τους ότι μπορεί να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή, και το αποδέχονται. Ο δε Τζαχάρ, περιμένει να συμβεί από μέρα σε μέρα. Θεωρεί πως κάθε ώρα που περνά είναι πιθανότατα κι η τελευταία του».

Η Κάντσουεϊν συγκρατήθηκε με το ζόρι για να μην κοιτάξει προς το μέρος της άλλης γυναίκας. Η Μερίς δεν μιλούσε συχνά τόσο πολύ. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, οι τρόποι της υποδήλωναν αταραξία, μα υπήρχε κάτι που την είχε αναστατώσει. «Ξέρω πολύ καλά ότι εξασκείσαι στη σύνδεση μαζί του», είπε ευγενικά, ατενίζοντας την αυλή. Ούτως ή άλλως, η ευγένεια ήταν απαραίτητη όταν μιλούσες σε μια άλλη αδελφή σχετικά με τον Πρόμαχό της, κι ένας λόγος που κοιτούσε συνοφρυωμένη την αυλή ήταν αυτός. «Αποφάσισες, τελικά, αν αυτό το αγόρι, ο αλ’Θόρ, πέτυχε ή όχι στη Σαντάρ Λογκόθ; Κατάφερε, άραγε, να εξαγνίσει το αρσενικό ήμισυ της Πηγής;»

Κι η Κόρελε εξασκούνταν στη σύνδεση με τον Ντάμερ, αλλά η Κίτρινη ήταν τόσο απορροφημένη στις άσκοπες προσπάθειές της να εκλογικεύσει πώς θα εφάρμοζε στο σαϊντάρ αυτό που εκείνος έκανε με το σαϊντίν, που δεν θα έδινε σημασία ακόμα κι αν το μίασμα του Σκοτεινού κυλούσε στον λαιμό της. Κρίμα που δεν είχε κατακτήσει το επώμιο πενήντα χρόνια νωρίτερα, γιατί έτσι θα είχε δεσμεύσει ήδη κάποιον άντρα και δεν θα ήταν αναγκασμένη να τον αναζητάει. Ωστόσο, πενήντα χρόνια πριν θα σήμαιναν ότι η Νόρλα είχε πεθάνει στο μικρό της σπίτι στους Μαύρους Λόφους πριν η Κάντσουεϊν Μελάιντριν πάει καν στον Λευκό Πύργο, κάτι που θα άλλαζε μεγάλο μέρος της ιστορίας. Αν μη τι άλλο, πιθανότατα δεν θα βρισκόταν στην παρούσα κατάσταση, οπότε το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ψάχνει διακριτικά και να περιμένει.

Η Μερίς έμεινε ακίνητη και σιωπηλή για κάμποση ώρα κι έπειτα αναστέναξε. «Δεν ξέρω, Κάντσουεϊν. Το σαϊντάρ είναι ένας ήρεμος ωκεανός, που σε πάει όπου θέλεις, αρκεί να γνωρίζεις τα ρεύματα και να τ’ αφήσεις να σε μεταφέρουν. Το σαϊντίν, όμως... Είναι μια χιονοστιβάδα καυτής πέτρας. Κάτι σαν παγωμένα βουνά που καταρρέουν. Έχει καθαρότερη αίσθηση από την πρώτη φορά που συνδέθηκα με τον Τζαχάρ, αλλά σε αυτό το χάος μπορεί να κρυφτεί οτιδήποτε. Κυριολεκτικά οτιδήποτε».

Η Κάντσουεϊν ένευσε καταφατικά, αφού δεν ήταν διόλου σίγουρη ότι περίμενε άλλη απάντηση. Πώς να είναι βέβαιη ότι θα λάβει απάντηση στη μία από τις δύο σημαντικότερες ερωτήσεις του κόσμου όταν αδυνατούσε να απαντήσει σε απλά ζητήματα; Στην αυλή, το ξύλινο σπαθί του Λαν άγγιξε —άηχα αυτή τη φορά— τον λαιμό του Τζαχάρ κι ο ογκωδέστερος άντρας πήρε ξανά αμυντική στάση. Ο Νίθαν ξανασηκώθηκε, αλλά ο Τζαχάρ τού έκανε πάλι νόημα να καθίσει, σηκώνοντας θυμωμένα το ξίφος του και παίρνοντας την ανάλογη θέση. Ο τρίτος Πρόμαχος της Μερίς, ο Μπασέιν, ένας κοντός και πλατύστερνος τύπος, σχεδόν εξίσου σκουρόχρωμος με τον Τζαχάρ, παρ’ ότι Καιρχινός, γέλασε κι έκανε ένα αγενές σχόλιο για τους εξαιρετικά φιλόδοξους άντρες που σκοντάφτουν πάνω στο ίδιο τους το σπαθί. Ο Τόμας με τον Ντάμερ αντάλλαξαν ματιές και κούνησαν τα κεφάλια τους. Οι άντρες αυτής της ηλικίας είχαν εγκαταλείψει τον χλευασμό εδώ και καιρό. Ο κρότος του ξύλου που χτυπάει πάνω σε ξύλο ακούστηκε ξανά.

Οι υπόλοιποι τέσσερις Πρόμαχοι δεν ήταν οι μοναδικοί θεατές του Λαν και του Τζαχάρ στην αυλή. Το λεπτό κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά σε μακρόστενη πλεξούδα, που καθόταν σ’ έναν κόκκινο πάγκο ρίχνοντας τριγύρω ανήσυχες ματιές, ήταν το επίκεντρο της βλοσυρής προσοχής της Κάντσουεϊν. Μόνο αν αυτή η κοπέλα τοποθετούσε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό κάτω από τη μύτη κάποιου, εκείνος θα καταλάβαινε ότι επρόκειτο για Άες Σεντάι, κάτι που ίσχυε μεν, έστω και με καθαρά τεχνικούς όρους. Δεν είχε να κάνει με το γεγονός ότι η Νυνάβε είχε παιδικό πρόσωπο. Άλλωστε, κι η Μπελντάινε έδειχνε εξίσου νεαρή. Η Νυνάβε αναπήδησε στον πάγκο, έτοιμη λες να πεταχτεί όρθια. Πού και πού, το στόμα της τρεμούλιαζε, λες και πρόφερε σιωπηλές παροτρύνσεις, και μερικές φορές έκανε διάφορες κινήσεις με τα χέρια της, λες κι ήθελε να δείξει στον Λαν πώς να κινεί το ξίφος. Ήταν ένα ελαφρόμυαλο κορίτσι, γεμάτο πάθη, που σπάνια έδειχνε το μυαλό που διέθετε. Η Μιν δεν ήταν η μόνη που είχε αφοσιωθεί ψυχή και σώμα σε έναν άντρα. Σύμφωνα με τα έθιμα της νεκρής Μαλκίρ, η πορφυρή κουκίδα που ήταν ζωγραφισμένη στο μέτωπο της Νυνάβε υποδείκνυε τον γάμο της με τον Λαν, παρ’ ότι οι Κίτρινες σπάνια παντρεύονταν τους Προμάχους τους· ελάχιστες αδελφές είχαν προβεί σε κάτι τέτοιο. Επιπλέον, ο Λαν δεν ήταν καν Πρόμαχος της Νυνάβε, ασχέτως αν ο ίδιος και το κορίτσι προσποιούνταν το αντίθετο. Το πού ανήκε ο καθένας ήταν ένα θέμα από το οποίο ξεγλιστρούσαν σαν κλέφτες μες στη νύχτα.