Ακόμα πιο ενδιαφέροντα αλλά και πιο ανησυχητικά ήταν τα κοσμήματα που φορούσε η Νυνάβε, ένα μακρύ χρυσό περιδέραιο και μια λεπτή χρυσή ζώνη, με πανομοιότυπα βραχιόλια και δαχτυλίδια, ενώ οι κόκκινες, πράσινες και γαλάζιες πολύτιμες πέτρες που τα διακοσμούσαν έρχονταν σε έντονη αντίθεση με το κίτρινο ριγωτό φόρεμά της. Επίσης, στο αριστερό της χέρι φορούσε εκείνον τον περίεργο συνδυασμό από χρυσά δαχτυλίδια προσκολλημένα με μια επίπεδη αλυσίδα σε χρυσαφιά βραχιόλια. Ήταν ανγκριάλ, πολύ ισχυρότερο από τα στολίδια που φορούσε η Κάντσουεϊν στα μαλλιά της. Τα υπόλοιπα στολίδια έμοιαζαν πολύ με τη δική της διακόσμηση, τα τερ’ανγκριάλ, και κατά πάσα πιθανότητα είχαν φτιαχτεί περίπου την ίδια περίοδο, στη διάρκεια του Τσακίσματος του Κόσμου, όταν μια Άες Σεντάι ήταν πολύ πιθανό να βρει κάμποσους ανθρώπους στραμμένους εναντίον της, ειδικά αν επρόκειτο για άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης. Φάνταζε αλλόκοτο ότι αποκαλούνταν κι εκείνοι Άες Σεντάι. Ήταν σαν να συναντούσες έναν άντρα που λεγόταν Κάντσουεϊν.
Το ερώτημα, όμως —αν κι όλο της το πρωινό είχε περάσει με ερωτήματα, κι ακόμα δεν είχε καν μεσημεριάσει— ήταν κατά πόσον το κορίτσι φορούσε αυτά τα κοσμήματα εξαιτίας αυτού του αγοριού, του αλ’Θόρ, ή εξαιτίας των Άσα’μαν. Ή μήπως τα φορούσε επειδή ήταν παρούσα η Κάντσουεϊν Μελάιντριν; Η Νυνάβε είχε δείξει και με το παραπάνω την αφοσίωσή της σ’ έναν νεαρό συγχωριανό της, αλλά είχε αφήσει να φανεί εξίσου κι η επιφυλακτικότητά της. Ναι, όταν ήθελε, είχε αρκετό μυαλό. Ωστόσο, μέχρι να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, ήταν κάπως επικίνδυνο να εμπιστεύεται υπερβολικά την κοπέλα. Το πρόβλημα ήταν ότι ελάχιστα πράγματα ετούτες τις μέρες δεν φάνταζαν όντως επικίνδυνα.
«Ο Τζαχάρ όσο πάει και δυναμώνει», σχολίασε άξαφνα η Μερίς.
Για μια στιγμή, η Κάντσουεϊν κοίταξε συνοφρυωμένη την άλλη Πράσινη. Δυναμώνει; Η πουκαμίσα του άντρα είχε αρχίσει να κολλάει από τον ιδρώτα στην πλάτη του, ενώ ο Λαν ίσα-ίσα που είχε ιδρώσει. Κατόπιν όμως, κατάλαβε. Η Μερίς εννοούσε ό,τι είχε να κάνει με τη Δύναμη. Η Κάντσουεϊν, ωστόσο, δεν συγκράτησε έναν μορφασμό απορίας. Αδυνατούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε εκδηλωθεί έκπληξη στο πρόσωπό της. Μπορεί να ήταν πολλά χρόνια πριν, στους Μαύρους Λόφους, όταν είχε αρχίσει να κερδίζει τα στολίδια που φορούσε τώρα.
«Αρχικά, είχα την εντύπωση πως αυτός ο βίαιος τρόπος με τον οποίο εκπαιδεύονται οι Άσα’μαν τον είχε εξωθήσει να δείξει το πλήρες εύρος της δύναμής του», είπε η Μερίς, κοιτώντας βλοσυρά τους δύο άντρες που εξασκούνταν στην ξιφασκία. Όχι, μάλλον τον Τζαχάρ κοιτούσε βλοσυρά. Δεν ήταν παρά ένα απλό ζάρωμα των ματιών της, μια και το βαθύτερο συνοφρύωμα το φύλαγε γι’ αυτούς που έβλεπαν και γνώριζαν τη δυσαρέσκειά της. «Στη Σαντάρ Λογκόθ, νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου. Πριν από τρεις-τέσσερις μέρες είχα πειστεί σχεδόν πως έκανα λάθος. Τώρα πια, είμαι σίγουρη πως είχα δίκιο. Αν οι άντρες αυξάνουν τη δύναμή τους με τον ανταγωνισμό, δεν μπορώ καν να φανταστώ μέχρι πού μπορεί να φτάσει».
Φυσικά, δεν ανέφερε καθόλου την προφανή της ανησυχία, μήπως δηλαδή γινόταν δυνατότερος από την ίδια. Το να πει κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο και, παρ’ όλο που η Μερίς είχε συνηθίσει να πραγματοποιεί τα αδιανόητα —ας μην ξεχνάμε πως οι περισσότερες αδελφές θα λιποθυμούσαν στην ιδέα ότι είχε δεσμεύσει έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάσει— δεν ένιωθε και τόσο άνετα όταν τα αποκάλυπτε. Η Κάντσουεϊν, αντίθετα, δεν αισθανόταν αμηχανία, αλλά προτιμούσε να τηρεί κάποια ουδετερότητα. Μα το Φως, πόσο μισούσε να είναι ευγενική και να πρέπει να το δείχνει κιόλας.