«Δείχνει ικανοποιημένος, Μερίς». Οι Πρόμαχοι της Μερίς πάντα έδειχναν ικανοποιημένοι, γιατί η ίδια τούς φερόταν καλά.
«Είναι οργισμένος...» Η γυναίκα άγγιξε το πλάι του κεφαλιού της, λες και ψηλάφιζε όλον αυτόν τον όγκο των αισθήσεων που ένιωθε μέσω του δεσμού. Ήταν πράγματι αναστατωμένη! «Δεν είναι οργισμένος, απλώς απογοητευμένος». Άπλωσε το χέρι της στο δερμάτινο πράσινο πουγκί της ζώνης της και τράβηξε έξω μια μικρή σμαλτωμένη καρφίτσα, μια ελικοειδή φιγούρα σε χρυσοπόρφυρο χρώμα, σαν φίδι με πόδια και χαίτη λιονταριού. «Δεν έχω ιδέα πού το βρήκε ο αλ’Θόρ, αλλά το έδωσε στον Τζαχάρ. Φαίνεται πως για τους Άσα’μαν αντιστοιχεί στην κατάκτηση του επωμίου. Βέβαια, χρειάστηκε να του το πάρω. Ο Τζαχάρ βρίσκεται στη φάση όπου πρέπει να μάθει να αποδέχεται όσα του λέω. Πάντως, είναι αρκετά ταραγμένος με αυτό το πράγμα... Λες να του το δώσω πίσω; Από μια άποψη, θα είναι σαν να του το χαρίζω εγώ».
Τα φρύδια της Κάντσουεϊν υψώθηκαν πριν προλάβει να τα ελέγξει. Η Μερίς ζητούσε τη συμβουλή της για κάποιον από τους Προμάχους της; Βέβαια, η Κάντσουεϊν τής είχε πει ότι έπρεπε να βολιδοσκοπήσει τον άντρα εξ αρχής, αλλά αυτή η οικειότητα ήταν κάτι... Αδιανόητο; Πφφ! «Είμαι σίγουρη ότι θα πάρεις τη σωστή απόφαση».
Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Νυνάβε, άφησε την ψηλότερη γυναίκα να χαϊδεύει τη σμαλτωμένη καρφίτσα με τον αντίχειρά της και να κοιτάει συνοφρυωμένη την αυλή. Ο Λαν είχε νικήσει τον Τζαχάρ για άλλη μια φορά, αλλά ο νεαρός είχε πάρει ξανά θέση, απαιτώντας έναν ακόμη γύρο. Ό,τι κι αν αποφάσιζε η Μερίς, είχε μάθει κάτι που δεν της άρεσε διόλου. Τα όρια μεταξύ Άες Σεντάι και Προμάχων ήταν ανέκαθεν εξίσου ξεκάθαρα με τις επαφές τους. Οι Άες Σεντάι πρόσταζαν κι οι Πρόμαχοι υπάκουαν. Από τη στιγμή όμως που η Μερίς, αν είναι δυνατόν, αμφιταλαντευόταν για μια καρφίτσα —αυτή, που κατάφερνε πάντα να δείχνει σιδερένια πυγμή απέναντι στους Προμάχους της— τότε τα όρια θα έπρεπε να αλλάξουν, αναφορικά τουλάχιστον με τους Προμάχους που είχαν την ικανότητα της διαβίβασης. Δεν έμοιαζε πολύ πιθανό να σταματούσε τώρα η δέσμευσή τους, κι απόδειξη γι’ αυτό ήταν η Μπελντάινε. Μπορεί οι άνθρωποι να μην άλλαζαν εύκολα, όμως άλλαζε ο κόσμος, και μάλιστα με ανησυχητική συχνότητα. Απλώς, έπρεπε να καταφέρεις να ζεις μ’ αυτό ή τουλάχιστον να επιζείς. Πού και πού, με λίγη τύχη, μπορούσες να επηρεάσεις την κατεύθυνση κάποιων αλλαγών, αλλά ακόμα κι αν σταματούσες μία, θα έθετες σε κίνηση κάποιες άλλες.
Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν βρήκε αφύλακτη την πόρτα του δωματίου του αλ’Θόρ. Η Αλίβια ήταν παρούσα, φυσικά, καθισμένη σ’ έναν πάγκο από τη μία μεριά της πόρτας, με τα χέρια σταυρωμένα σε στάση υπομονής πάνω στα γόνατά της. Η Σωντσάν με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά είχε διοριστεί από μόνη της προστάτιδα του αγοριού. Του χρωστούσε ευγνωμοσύνη, επειδή την είχε απαλλάξει από το περιλαίμιο της νταμέην, αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Η Μιν δεν τη συμπαθούσε καθόλου κι η αντιπάθειά της δεν είχε να κάνει με τη συνηθισμένη ζήλια. Η Αλίβια έμοιαζε να μην έχει ιδέα τι κάνουν μαζί ένας άντρας και μια γυναίκα. Ωστόσο, υπήρχε κάποιου είδους επαφή ανάμεσα στην ίδια και στο αγόρι, μια επαφή που γινόταν φανερή από τις φευγαλέες ματιές που έκρυβαν αποφασιστικότητα από τη μεριά της κι ελπίδα από τη μεριά του, όσο κι αν ήταν απίστευτο κάτι τέτοιο. Μέχρι να μάθει Κάντσουεϊν τι συνέβαινε εκεί, δεν σκόπευε να κάνει κάτι για να τους χωρίσει. Το διαπεραστικό γαλάζιο βλέμμα της Αλίβια περιεργάστηκε την Κάντσουεϊν με σεβάσμια επιφύλαξη, δίχως να τη θεωρεί εχθρό. Άλλωστε, η Αλίβια δεν είχε πολλά-πολλά με όσους θεωρούσε εχθρούς του αλ’Θόρ.
Η άλλη φρουρός είχε σχεδόν τον ίδιο σωματότυπο με την Αλίβια, αλλά κατά τ’ άλλα διέφεραν εντελώς, όχι μονάχα επειδή τα μάτια της Έλζα ήταν καφετιά κι είχε αυτή την ήρεμη και θαλερή όψη μιας Άες Σεντάι, ενώ η Αλίβια είχε λεπτές ρυτίδες στις άκρες των ματιών της και γκρίζες τούφες κρυμμένες στα μαλλιά της. Η Έλζα αναπήδησε μόλις είδε την Κάντσουεϊν, στάθηκε ακίνητη μπροστά στην είσοδο και τυλίχτηκε σφιχτά με το επώμιό της. «Δεν είναι μόνος», είπε. Η παγερότητα ήταν έκδηλη στη φωνή της.
«Σκοπεύεις να μ’ εμποδίσεις να μπω;» ρώτησε εξίσου ψυχρά η Κάντσουεϊν. Η Αντορινή Πράσινη έπρεπε να κάνει στην άκρη. Η Έλζα ήταν αρκετά ανίσχυρη στη Δύναμη, οπότε θα έπρεπε να διστάσει πριν μιλήσει, ίσως μάλιστα να έπρεπε να περιμένει κάποια διαταγή εκ μέρους της Κάντσουεϊν, αλλά σε αντίθεση με όλα αυτά, η γυναίκα στύλωσε τα πόδια της και το βλέμμα της πυρακτώθηκε.
Η αμηχανία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Πέντε ακόμα αδελφές στο αρχοντικό είχαν δηλώσει αφοσίωση στο αγόρι, ενώ όσες είχαν μείνει πιστές στην Ελάιντα έριχναν ματιές γεμάτες υποψία στην Κάντσουεϊν, σαν να ήταν αβέβαιες για τους σκοπούς της απέναντι στον Ραντ. Το ερώτημα ήταν γιατί δεν έκανε κι η Βέριν το ίδιο. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι μονάχα η Έλζα είχε προσπαθήσει να την εμποδίσει. Η στάση της γυναίκας ξεχείλιζε από ζήλια, κάτι που όμως δεν έβγαζε νόημα. Δεν ήταν δυνατόν να πιστεύει πραγματικά πως η ίδια ήταν καταλληλότερη για σύμβουλός του, άσε που αν υπήρχε η παραμικρή υποψία ότι η Έλζα ποθούσε το αγόρι, ως άντρα ή ως Πρόμαχο, οι βρυχηθμοί της Μιν θα ακούγονταν έως εδώ. Τα ένστικτα του κοριτσιού ήταν ακονισμένα στο έπακρο. Η Κάντσουεϊν λίγο ακόμα και θα έτριζε τα δόντια της, μόνο που δεν το συνήθιζε.