Ήταν έτοιμη να διατάξει την Έλζα να κάνει στην άκρη, αλλά εκείνη τη στιγμή η Αλίβια έγειρε μπροστά. «Αυτός είπε να τη φωνάξουν, Έλζα», είπε με τη μακρόσυρτη προφορά της. «Θα νευριάσει αν την αφήσουμε έξω, και θα νευριάσει μ’ εμάς, όχι μ’ αυτήν. Άφησέ τη να περάσει».
Η Έλζα λοξοκοίταξε τη Σωντσάν με την άκρη του ματιού της και τα χείλη της σφίχτηκαν περιφρονητικά. Η Αλίβια ήταν κατά πολύ ισχυρότερη στη Δύναμη —ισχυρότερη κι από την Κάντσουεϊν— αλλά ήταν αδέσποτη και, σύμφωνα με τη γνώμη της Έλζα, ψεύτρα. Η μελαχρινή γυναίκα δεν έμοιαζε να αποδέχεται τόσο εύκολα ότι η Αλίβια είχε υπάρξει νταμέην, πόσω μάλλον το ευρύτερο ιστορικό της. Ωστόσο, η Έλζα έριξε μια ματιά στην Κάντσουεϊν και στην πόρτα πίσω της και μετακίνησε το επώμιο. Ήταν προφανές ότι δεν είχε καμία όρεξη να θυμώσει το αγόρι μαζί της.
«Πάω να δω αν είναι έτοιμος να σε δεχτεί», είπε, σκυθρωπά σχεδόν. «Μείνε μαζί της», πρόσθεσε με ακόμα πιο κοφτό τόνο, απευθυνόμενη στην Αλίβια, και στράφηκε να χτυπήσει ανάλαφρα την πόρτα του Ραντ. Μια αντρική φωνή ακούστηκε από το εσωτερικό κι η γυναίκα άνοιξε την πόρτα ίσα-ίσα για να γλιστρήσει μέσα, κλείνοντάς την ερμητικά πίσω της.
«Συγχώρα την», είπε η Αλίβια μ’ εκείνη την εκνευριστικά αργή και μαλακή προφορά των Σωντσάν. «Μου φαίνεται πως έχει πάρει πολύ σοβαρά τον όρκο της. Δεν έχει συνηθίσει να είναι στην υπηρεσία κάποιου».
«Οι Άες Σεντάι κρατούν τον λόγο τους», αποκρίθηκε ξερά η Κάντσουεϊν. Αυτή η γυναίκα την έκανε να αισθάνεται λες κι ο τρόπος που μιλούσε ήταν εξίσου γρήγορος και λακωνικός με μιας Καιρχινής! «Έτσι πρέπει, άλλωστε».
«Νομίζω πως εσύ ειδικά τον κρατάς, όπως κι εγώ, θα πρέπει να ξέρεις. Του χρωστάω τα πάντα».
Το σχόλιο ήταν εντυπωσιακό, κάτι σαν αποκάλυψη, αλλά πριν ακόμα η Κάντσουεϊν το εκμεταλλευτεί, η Έλζα βγήκε από το δωμάτιο. Πίσω της ακολουθούσε ο Άλγκαριν, με το περιποιημένο άσπρο μούσι του. Υποκλίθηκε στην Κάντσουεϊν και το χαμόγελό του βάθυνε τις ζάρες του προσώπου του. Το απλό πανωφόρι του από σκούρο μαλλί, φτιαγμένο όταν ήταν στα νιάτα του, κρεμόταν χαλαρά από πάνω του, και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και δεν κάλυπταν πια το περισσότερο μέρος του κεφαλιού του. Η πιθανότητα να απαντηθεί το ερώτημα γιατί είχε επισκεφτεί αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ, ήταν πολύ μικρή.
«Τώρα, μπορεί να σε δεχτεί», είπε κοφτά η Έλζα.
Η Κάντσουεϊν, πραγματικά, κόντεψε να τρίξει τα δόντια της. Τόσο η Αλίβια, όσο κι ο Άλγκαριν, έπρεπε να περιμένουν.
Το αγόρι είχε ήδη σηκωθεί όταν η Κάντσουεϊν μπήκε. Ήταν εξίσου σχεδόν ψηλό και πλατύστερνο όσο κι ο Λαν, και φορούσε ένα μαύρο πανωφόρι δουλεμένο με χρυσάφι στα μανίκια και στον ψηλό γιακά. Έμοιαζε αρκετά με πανωφόρι των Άσα’μαν, με πρόσθετο κέντημα για να γίνει πιο αρεστός στη γυναίκα, αλλά η Κάντσουεϊν δεν είπε τίποτα. Το αγόρι έκανε μια ευγενέστατη υπόκλιση, της πρόσφερε ένα κάθισμα με φουντωτό μαξιλαράκι μπροστά στο τζάκι και τη ρώτησε αν επιθυμούσε ένα ποτήρι κρασί. Το περιεχόμενο της κανάτας, που βρισκόταν στο παράπλευρο τραπέζι μαζί με δύο κούπες, είχε κρυώσει, αλλά μπορούσε να πει να φέρουν άλλο. Η γυναίκα είχε κάνει σκληρή δουλειά για να τον εξευγενίσει. Το τι φορούσε δεν είχε πια την παραμικρή σημασία, μια κι υπήρχαν πολύ σημαντικότερα ζητήματα για τα οποία έπρεπε να του δώσει μια κατεύθυνση ή, εν ανάγκη, να τον αναγκάσει να τα λύσει με το ζόρι. Η Κάντσουεϊν δεν σκόπευε να χάσει την ώρα της με τα ρούχα του.
Γέρνοντας ευγενικά το κεφάλι της, αρνήθηκε το κρασί. Είναι αλήθεια ότι ένα ποτήρι κρασί προσφέρει πολλές ευκαιρίες —ρουφάς μια γουλιά όταν θέλεις να σκεφτείς για λίγο, ή το κοιτάς όταν θέλεις να κρύψεις το βλέμμα σου— αλλά αυτός εδώ ο νεαρός χρειαζόταν διαρκή επιτήρηση. Η έκφραση του προσώπου του δεν αποκάλυπτε τίποτα, όπως κι οποιασδήποτε αδελφής. Με αυτά τα σκούρα κόκκινα μαλλιά και τα γκριζογάλανα μάτια θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει για Αελίτης, αλλά υπήρχαν ελάχιστοι Αελίτες με τόσο παγερό βλέμμα. Το βλέμμα αυτό έκανε τον πρωινό ουρανό που ατένιζε προηγουμένως η γυναίκα να φαντάζει ζεστός. Η ματιά του ήταν ψυχρότερη κι από εκείνη πριν από τα γεγονότα στη Σαντάρ Λογκόθ. Και πιο σκληρή, δυστυχώς. Ωστόσο, φάνταζε κάπως... αποκαμωμένη.