Выбрать главу

«Ο Άλγκαριν είχε έναν αδελφό που μπορούσε να διαβιβάσει», είπε ο νεαρός, στρεφόμενος προς μια καρέκλα απέναντι του. Λίγο πριν τη φτάσει όμως, τρίκλισε. Πιάστηκε από το μπράτσο του καθίσματος, αφήνοντας ένα γέλιο σαν γάβγισμα, προσποιούμενος πως σκόνταψε πάνω στις μπόχες του, αν και δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Επιπλέον, δεν είχε αδράξει το σαϊντίν —τον είχε δει να κλονίζεται όποτε το έκανε— ειδάλλως θα την είχαν προειδοποιήσει τα στολίδια της. Η Κόρελε ισχυριζόταν πως χρειαζόταν λίγο ύπνο ακόμα για να συνέλθει από τη Σαντάρ Λογκόθ. Μα το Φως, έπρεπε να κρατήσει ζωντανό το αγόρι πάση θυσία, αλλιώς θα χάνονταν όλα!

«Το ξέρω», αποκρίθηκε η γυναίκα. Και, αφού ήταν ολοφάνερο ότι ο Άλγκαριν τού είχε αποκαλύψει τα πάντα, πρόσθεσε: «Εγώ συνέλαβα τον Έμαριν και τον οδήγησα στην Ταρ Βάλον». Για μερικούς, ήταν πολύ παράξενη η ευγνωμοσύνη που ένιωθε ο Άλγκαριν, αλλά ο νεότερος αδελφός του επέζησε από το ειρήνεμα για περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που η Κάντσουεϊν τον είχε βοηθήσει να συμφιλιωθεί με το γεγονός. Τα δύο αδέλφια ήταν πολύ δεμένα μεταξύ τους.

Τα φρύδια του αγοριού συσπάστηκαν καθώς καθόταν στην καρέκλα. Δεν γνώριζε τίποτα. «Ο Άλγκαριν επιθυμεί να περάσει τη δοκιμασία», είπε.

Η γυναίκα τον κοίταξε κατάματα, γαλήνια, αλλά συγκράτησε τα λόγια της. Τα παιδιά του Άλγκαριν είχαν παντρευτεί, όσα ζούσαν ακόμα δηλαδή. Ίσως ο ίδιος να ήταν έτοιμος να παραχωρήσει στους απογόνους του αυτό το κομμάτι γης. Όπως και να έχει όμως, ένας άντρας με τη δυνατότητα της διαβίβασης λιγότερος ή περισσότερος δεν έκανε μεγάλη διαφορά τη συγκεκριμένη στιγμή. Εκτός κι αν μιλάμε για αυτό το αγόρι που την κοίταζε έντονα.

Μια στιγμή αργότερα, το αγόρι ανασήκωσε το πηγούνι του σαν να έκανε κάποιο νόημα. Μήπως τη δοκίμαζε; «Μη φοβάσαι, άμα κάνεις καμιά ανοησία, δεν θα παραλείψω να σου το πω, αγόρι μου». Ο περισσότερος κόσμος είχε υπ’ όψιν του ότι, από την πρώτη γνωριμία κι ύστερα, η Κάντσουεϊν ήταν φαρμακόγλωσσα, κι αυτός εδώ ο νεαρός χρειαζόταν υπενθύμιση από καιρού εις καιρόν. Το αγόρι έβγαλε έναν ήχο σαν μουγκρητό, που θα μπορούσε να είναι γέλιο, αλλά να υποδηλώνει και θλίψη. Η Κάντσουεϊν υπενθύμισε στον εαυτό της ότι ο αλ’Θόρ επιθυμούσε να τον διδάξει κάτι, αν κι ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι ακριβώς. Δεν είχε και πολλή σημασία. Είχε μια ολόκληρη λίστα στη διάθεσή της για να διαλέξει, και βρισκόταν ακόμα στην αρχή.

Η έκφραση του προσώπου του θα μπορούσε να είναι σκαλισμένη σε πέτρα, αλλά ο νεαρός πήδησε όρθιος κι άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω, ανάμεσα στο τζάκι και την πόρτα. Τα χέρια του ήταν σφιγμένα σε γροθιές πίσω από την πλάτη του. «Συζητούσα με την Αλίβια σχετικά με τους Σωντσάν», είπε. «Αποκαλούν τον στρατό τους Στρατό της Αιώνιας Νίκης κι έχουν σοβαρό λόγο. Δεν έχουν χάσει ποτέ πόλεμο στο παρελθόν. Μάχες ναι, πόλεμο ποτέ. Όταν χάνουν μια μάχη, κάθονται κι αναλύουν τι έκαναν οι ίδιοι λάθος ή τι έκανε σωστά ο εχθρός. Κατόπιν, προχωρούν στις ανάλογες αλλαγές και κερδίζουν».

«Πολύ σοφό αυτό», είπε η Κάντσουεϊν μόλις ο αλ’Θόρ σταμάτησε τη λογοδιάρροια. Ήταν ολοφάνερο πως το αγόρι περίμενε κάποιο σχόλιο εκ μέρους της. «Ξέρω κάμποσους άντρες που κάνουν ακριβώς το ίδιο. Ο Ντάβραμ Μπασίρε, ας πούμε, ή ο Γκάρεθ Μπράυν, ο Ρόντελ Ιτουράλντε, ο Άγκελμαρ Τζάγκαντ. Ακόμα κι ο Πέντρον Νάιαλ το έκανε όσο ζούσε. Σπουδαίοι αρχηγοί όλοι τους».

«Πράγματι», είπε ο νεαρός, εξακολουθώντας να πηγαινοέρχεται. Δεν κοιτούσε προς το μέρος της, ίσως να μην την έβλεπε καν, αλλά άκουγε. Μακάρι να έδινε και την ανάλογη προσοχή στα λόγια της. «Πέντε άντρες, όλοι τους μεγάλοι αρχηγοί, αλλά από τους Σωντσάν το εφαρμόζουν όλοι. Έτσι έχουν συνηθίσει, χιλιάδες χρόνια τώρα. Αλλάζουν ό,τι είναι απαραίτητο, αλλά δεν τα παρατούν ποτέ».

«Πιστεύεις, δηλαδή, πως είναι αδύνατον να ηττηθούν;» τον ρώτησε ήρεμα. Η ηρεμία είναι ό,τι πιο ταιριαστό μέχρι να πληροφορηθείς τα γεγονότα, αλλά και μετά συνήθως.

Το αγόρι κινήθηκε γύρω της, με ύφος υπεροπτικό και βλέμμα παγερό. «Στο τέλος, θα τους νικήσω», είπε, πασχίζοντας να διατηρήσει σε πολιτισμένα επίπεδα τον τόνο της φωνής του, κάτι που σίγουρα θα ήταν προτιμότερο. Όσο λιγότερες φορές χρειαζόταν να αποδείξει η Κάντσουεϊν ότι μπορούσε κι έπρεπε να τιμωρεί τις παραβιάσεις των κανόνων της, τόσο το καλύτερο. «Όμως...» Έκοψε την πρόταση στη μέση κι άφησε έναν γρυλισμό καθώς η οχλοβοή από τον διάδρομο διαπέρασε την πόρτα.

Μια στιγμή αργότερα, η πόρτα άνοιξε με δύναμη κι η Έλζα μπήκε με την πλάτη, εξακολουθώντας να λογομαχεί και προσπαθώντας με τα χέρια απλωμένα να συγκρατήσει δύο άλλες αδελφές. Η Έριαν, με το ωχρό της πρόσωπο να έχει αναψοκοκκινίσει, έσπρωχνε την άλλη Πράσινη μπροστά της. Η Σαρίνε, μια τόσο όμορφη γυναίκα, που μπροστά της η Έριαν φάνταζε σχεδόν συνηθισμένη, είχε μια έκφραση πιο ψύχραιμη —κάτι αναμενόμενο για Λευκή—, αλλά κουνούσε το κεφάλι της εκνευρισμένη, και μάλιστα τόσο έντονα, που οι χρωματιστές χάντρες πάνω στις λεπτές της πλεξούδες κροτάλιζαν μεταξύ τους. Η Σαρίνε ήταν ευέξαπτος χαρακτήρας, αλλά τις περισσότερες φορές απέφευγε να το δείξει.