Выбрать главу

«Φαίνεται πως κάποιος θα χορέψει τα δόρατα», σχολίασε ο Μπάελ, κι ο Μπασίρε χαμήλωσε αρκετά τον διακοσμημένο σωλήνα, για να δει το σημείο που έδειχνε ο Αελίτης.

Υπήρχε ένα σταθερό ρεύμα ανθρώπων που έφευγαν από την πόλη αρκετές μέρες πριν εκδηλωθεί η πολιορκία, αλλά μερικοί άργησαν. Μισή ντουζίνα άμαξες με κουκούλες από λινάτσα ήταν σταματημένες καταμεσής του Δρόμου της Ταρ Βάλον, ελάχιστα πιο έξω από το Κάτω Κάεμλυν, περικυκλωμένες από καμιά πενηνταριά καβαλάρηδες κάτω από το γαλανόλευκο τετραγωνισμένο λάβαρο, που έμοιαζε να απεικονίζει μια αρκούδα που έτρεχε, ή κάποιο είδος μεγαλόσωμου κυνηγόσκυλου, όταν η ξαφνική πνοή του αγέρα το έκανε να ανεμίσει. Απεγνωσμένοι άνθρωποι μαζεύτηκαν στη μια πλευρά, κρατώντας τους μανδύες σφιχτά πάνω στα κορμιά τους, άνθρωποι με κεφάλια σκυμμένα και παιδιά πιασμένα γερά από τις φούστες των γυναικών. Κάποιοι καβαλάρηδες είχαν ξεπεζέψει για να κάνουν πλιάτσικο στις άμαξες. Σεντούκια, κουτιά, ακόμα κι αντικείμενα που έμοιαζαν με ρούχα ήταν ήδη σκορπισμένα πάνω στο χιόνι. Το πιθανότερο ήταν πως έψαχναν για λεφτά ή για πιοτό, αλλά κι οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο αξίας σίγουρα θα κατέληγε στο δισάκι κάποιου. Σύντομα, όλο και κάποιος θα ελευθέρωνε το προσωπικό των αμαξών ή ίσως θα έπαιρνε τις ίδιες τις άμαξες. Οι άμαξες και τα άλογα ήταν ανέκαθεν χρήσιμα για έναν στρατό κι οι παράξενοι νόμοι αυτού του πολύ παράξενου εμφυλίου μεταξύ Αντορινών δεν έμοιαζαν να προστατεύουν ιδιαίτερα όσους βρίσκονταν στο λάθος μέρος τον λάθος χρόνο. Ωστόσο, οι πύλες της πόλης άρχισαν να ανοίγουν, και μόλις το άνοιγμα έγινε αρκετά πλατύ, λογχοφόροι στα πορφυρά ξεχύθηκαν καλπάζοντας έξω από την αψίδα ύψους είκοσι ποδιών, με το ηλιόφως να λαμπυρίζει πάνω στις μυτερές αιχμές των δοράτων, στους θώρακες και στις περικεφαλαίες, κι άρχισαν να κατηφορίζουν με πάταγο τον δρόμο ανάμεσα στη μακρόστενη κι άδεια αγορά. Οι Φρουροί της Βασίλισσας ξεχύνονταν. Αρκετοί από δαύτους, τουλάχιστον. Ο Μπασίρε έστρεψε ξανά το ματογυάλι προς τις άμαξες.

Προφανώς, ο αξιωματικός κάτω από το λάβαρο με την αρκούδα —αν όντως ήταν αρκούδα— είχε εκτιμήσει ήδη την κατάσταση. Πενήντα ενάντια σε διακόσιους δεν είχαν πολλές πιθανότητες επιτυχίας αν το μόνο που διακυβευόταν ήταν μερικές άμαξες. Οι άντρες που είχαν ξεπεζέψει ανέβηκαν ξανά στις σέλες τους, και τη στιγμή που ο Μπασίρε τούς εντόπισε, οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να καλπάζουν βορεινά, προς την κατεύθυνσή του, με τα ασπρογάλαζα λάβαρα να ανεμίζουν ξοπίσω τους. Πολλοί από αυτούς που είχαν μαζευτεί παράπλευρα του δρόμου ατένιζαν τους στρατιώτες που απομακρύνονταν, φανερά παραξενεμένοι απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει από τις εκφράσεις τους, μερικοί ωστόσο έσπευσαν να μαζέψουν τα σκόρπια πράγματά τους από το χιόνι κι άρχισαν να τα στοιβάζουν ξανά στις άμαξες.

Η άφιξη των Φρουρών, οι οποίοι μαζεύτηκαν γύρω από τις άμαξες λίγα λεπτά αργότερα, έθεσε γρήγορα τέλος στην κατάσταση. Οι Φρουροί οδήγησαν τον κόσμο με γοργούς ρυθμούς πίσω, στις άμαξές τους. Ορισμένοι πάσχιζαν να τους αποφύγουν για να πάρουν κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, ενώ ένας άντρας άρχισε να κουνάει με μανία τα χέρια του, διαμαρτυρόμενος σε έναν Φρουρό, αξιωματικό προφανώς, με άσπρα φτερά στην περικεφαλαία του κι έναν κόκκινο τελαμώνα διαγώνια στην πανοπλία του, αλλά ο αξιωματικός έγειρε πάνω στη σέλα του και χτύπησε με την ανάστροφη του χεριού του τον άντρα στο πρόσωπο. Ο τύπος έπεσε ανάσκελα σαν πέτρα κι ύστερα από μια στιγμή παγωμάρας όποιος δεν είχε ανέβει ήδη στις άμαξες, έσπευσε να το κάνει, εκτός από δύο άντρες που σταμάτησαν για να σηκώσουν τον πεσμένο, πιάνοντάς τον από τους ώμους και τις άκρες των ποδιών του, σπεύδοντας κι αυτοί να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, κουβαλώντας το βάρος του αναίσθητου άντρα. Μια γυναίκα, ανεβασμένη στην τελευταία άμαξα της σειράς, τίναζε ήδη τα γκέμια, προσπαθώντας να στρέψει την ομάδα της πίσω στην πόλη.