Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν με ένα ειρωνικό γελάκι. Εμού συμπεριλαμβανομένου.
Χωρίς προειδοποίηση, η Μιν τού έριξε μία στα πλευρά, αρκετά δυνατά για να τον κάνει να γρυλίσει. «Πολύ μελαγχολικός έχεις γίνει, βοσκέ», γόγγυσε. «Αν ανησυχείς πάλι για μένα, σου ορκίζομαι πως...» Η Μιν γκρίνιαζε με πολλούς τρόπους, καθένας εκ των οποίων ταίριαζε με την εκάστοτε αίσθηση που μεταβιβαζόταν μέσω του δεσμού. Για παράδειγμα, υπήρχε αυτός ο ελαφρύς εκνευρισμός που ένιωθε τώρα εκ μέρους της, με μια πρόσθετη χροιά ανησυχίας, αλλά υπήρχαν και φορές που η αίσθηση που μετέδιδε η γυναίκα ήταν κοφτή κι απότομη, λες και κρατιόταν με το ζόρι για να μην τον πνίξει. Ακούστηκε ένα ελαφρύς γρυλισμός, που τον έκανε σχεδόν να γελάσει ή, τουλάχιστον, να βγάλει κάτι σαν γέλιο ύστερα από πολύ καιρό, εξαιτίας της ιλαρότητας που ένιωθε μέσα στο μυαλό της, κι ένα λαρυγγώδες μούγκρισμα που θα του άναβε τα αίματα και δίχως τον δεσμό.
«Καλά, άσ’ το τώρα», είπε η Μιν προειδοποιητικά, πριν αυτός προλάβει να τραβήξει το χέρι του που αναπαυόταν στην πλάτη της. Η γυναίκα σηκώθηκε από το κρεβάτι και τύλιξε επάνω της σφιχτά το κεντητό πανωφόρι, ρίχνοντάς του μια επιτιμητική ματιά. Από τότε που τον είχε δεσμεύσει, είχε βελτιωθεί πολύ στο διάβασμα των σκέψεών του, κάτι στο οποίο ήταν καλή και πριν. «Τι σκοπεύεις να κάνεις μ’ αυτούς, Ραντ; Τι θα κάνει η Κάντσουεϊν;» Αστραπές αναβόσβησαν στα παράθυρα, αρκετά εκθαμβωτικές για να καλύψουν το φως των φανών, κι οι κεραυνοί βρόντηξαν στα τζάμια των παραθύρων.
«Δεν έχω καταφέρει ακόμη να προβλέπω τις κινήσεις της, Μιν. Γιατί σήμερα θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε διαφορετικά τα πράγματα;»
Το παχύ πουπουλένιο στρώμα βαθούλωσε κάτω από το κορμί του, καθώς έστρεψε τα πόδια του από τη μια πλευρά και σηκώθηκε, κοιτώντας την κατάματα. Σχεδόν ασυναίσθητα, πίεζε με το χέρι τις παλιές πληγές στο πλευρό του, αλλά κατόπιν συνειδητοποίησε τι έκανε, κι άρχισε να κουμπώνεται. Γιατρεμένες κατά το ήμισυ, αλλά ποτέ εντελώς, οι δύο αλληλεπικαλυπτόμενες πληγές πονούσαν από τα γεγονότα της Σαντάρ Λογκόθ. Ίσως, πάλι, απλώς συνειδητοποιούσε ότι πάλλονταν, παράγοντας μια θερμότητα σαν εκείνη κάποιου που ψήνεται στον πυρετό, παγιδευμένη σε μια περιοχή μικρότερη από την παλάμη του. Ήλπιζε πως η μία τουλάχιστον θα είχε αρχίσει να γιατρεύεται τώρα που είχε αφήσει πίσω του τη Σαντάρ Λογκόθ. Ίσως δεν είχε αρκετό χρόνο μπροστά του για να νιώσει τη διαφορά. Δεν ήταν η ίδια πλευρά που είχε αδράξει με το χέρι της η Μιν —η οποία ήταν ανέκαθεν τρυφερή με το συγκεκριμένο θέμα, αν κι όχι πάντα με το υπόλοιπο κορμί του— αλλά πίστευε πως δεν της είχε αποκαλύψει ότι πονούσε. Δεν ήταν ανάγκη να της δώσει αφορμή για περισσότερες ανησυχίες. Αυτό που έβλεπε στα μάτια της και που έμοιαζε να την απασχολεί ήταν η Κάντσουεϊν κι οι υπόλοιπες.
Το αρχοντικό, καθώς κι όλα τα απόμερα κτίσματα τριγύρω, ήταν γεμάτα πλέον. Έμοιαζε αναπόφευκτο πως, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιος θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τους Προμάχους που είχαν ξεμείνει στην Καιρχίν. Οι Άες Σεντάι τους δεν διαλαλούσαν παντού ότι έψαχναν να βρουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά ούτε το έκρυβαν. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν περίμενε αυτούς που είχαν έρθει μαζί τους. Τον Ντάβραμ Μπασίρε, μαζί με μια εκατοντάδα Σαλδαίους από το ελαφρύ ιππικό, να ξεπεζεύει μουσκεμένος από τη βροχή που παρέσυρε ο άνεμος και να μουρμουρίζει κάτι για ρημαγμένες σέλες. Πάνω από μισή ντουζίνα μαυροντυμένους Άσα’μαν, που για κάποιο λόγο δεν θέλησαν να προστατευτούν από τη νεροποντή. Είχαν έρθει μαζί με τον Μπασίρε, αλλά ήταν σαν να κατέφθασαν δύο ξεχωριστές ομάδες με κάποια απόσταση μεταξύ τους, αποπνέοντας μια έντονη αίσθηση παρατηρητικότητας κι επιφύλαξης. Ένας, δε, από τους Άσα’μαν ήταν ο Λογκαίν Άμπλαρ. Ο Λογκαίν! Ένας Άσα’μαν με το Ξίφος και τον Δράκοντα στο πέτο του! Ο Μπασίρε κι ο Λογκαίν ήθελαν πολύ να του μιλήσουν, αλλά όχι μπροστά σε άλλους, κι ειδικά όχι παρουσία τού ενός από τους δύο. Άσχετα όμως από την ξαφνική εμφάνισή τους, δεν θεωρούνταν οι πιο απροσδόκητοι επισκέπτες. Πίστευε πως οι περισσότερες από τις οκτώ Άες Σεντάι θα ήταν φίλες της Κάντσουεϊν, ωστόσο θα ορκιζόταν πως κι εκείνη είχε μείνει εξίσου εμβρόντητη με τον ίδιο βλέποντας όλους αυτούς τους επισκέπτες. Το πιο περίεργο ήταν ότι όλες, εκτός από μία, έμοιαζαν να έχουν έρθει παρέα με τους Άσα’μαν! Δεν ήταν αιχμάλωτοι, σίγουρα ούτε φρουροί, αλλά ο Λογκαίν δίσταζε να εξηγήσει τι είχε συμβεί παρουσία του Μπασίρε, κι ο Μπασίρε έμοιαζε απρόθυμος να αφήσει τον Λογκαίν να μιλήσει πρώτος στον Ραντ. Τώρα, όλοι στέγνωναν τα ρούχα τους και τακτοποιούνταν στα δωμάτιά τους, αφήνοντάς τον να προσπαθεί να βάλει σ’ έναν ειρμό τις σκέψεις του, όσο ήταν δυνατόν με τη Μιν τόσο κοντά του. Τι σκόπευε να κάνει η Κάντσουεϊν; Είχε προσπαθήσει να ζητήσει τη συμβουλή της, αλλά τους πρόλαβαν τα γεγονότα. Ό,τι κι αν πίστευε η Κάντσουεϊν όμως, η απόφαση είχε παρθεί. Οι αστραπές φώτισαν και πάλι τα παράθυρα. Είχαν κάτι κοινό με την Κάντσουεϊν. Ποτέ δεν ήξερες πού θα χτυπούσαν.